Πέμπτη 2 Σεπτεμβρίου 2010

Παρουσίαση του βιβλίου του Δημήτρη Μαυρίδη "Από την Κωνσταντινούπολη στη Ραιδεστό. Σε αναζήτηση της νεοελληνικής ταυτότητας"


ΣΤΟΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
ΑΘΗΝΑ, 24 ΜΑΡΤΙΟΥ 2004 – ΩΡΑ 20.00

  

Επιμέλεια έκδοσης:   Δ. Μαυρίδης
Τυπογράφος        :   Μιχάλης Πασχίδης, Ξάνθη
Στοιχεία βιβλίου   :  Σελ. 296, χαρτί σαμουά 120 γρ.
Περιλαμβάνονται 48 φωτογραφίες σε πολυ­χρωμία, 3 χάρτες και 18 σχέδια.
Χορηγός              :   Βιομηχανική Τεχνολογία Α.Ε., Αθήνα

  

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗΣ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
ΤΟΥ Δ. ΜΑΥΡΙΔΗ
«ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ ΣΤΗ ΡΑΙΔΕΣΤΟ»
Στοά του Βιβλίου – 24 Μαρτίου 2004 – Ώρα 20.00


Προσφώνηση από τον Νίκο Κελέρμενο, ιατρό, μέλος του ΠΑΚΕΘΡΑ


Προσφώνηση από τον Νίκο Γεννάδιο, δικηγόρο, πρό­εδρο του «Συλλόγου Ξανθιωτών και Φίλων Ξάνθης».


Ανάγνωση αποσπάσματος για τη σύγχρονη Κωνσταντι­νού­πο­λη από τη θεατρολόγο και ηθοποιό Χριστιάννα Μαντζουρά­νη


Παρουσίαση του βιβλίου από τον καθηγητή Μιχάλη Με­ρακλή


Ανάγνωση αποσπάσματος εδαφίου για τους νεοφερ­μένους Ανατολίτες στη Ραιδεστό, από τη Χριστιάννα Μαντζουρά­νη


Παρουσίαση του βιβλίου από τον φιλόλογο Κώστα Μπα­λά­σκα


Ανάγνωση αποσπάσματος σχετικού με τον Ανατολικό και τον Δυτικό ευρωπαϊκό πολιτισμό, από τη Χρι­στιάννα Μαντζου­ράνη


Σχολιασμός για τα θέματα του βιβλίου από τον Δημή­τρη Μαυ­ρίδη


Ανάγνωση αποσπάσματος του επιλόγου του βιβλίου από τη Χριστιάννα Μαντζουρά­νη


Κλείσιμο της εκδήλωσης από τον Νίκο Κελέρμενο





ΠΡΟΣΦΩΝΗΣΗ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΕΛΕΡΜΕΝΟΥ


ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΘΡΑΚΗΣ (ΠΑΚΕΘΡΑ) είναι ένας πολιτιστικός φορέας με τη νομική μορφή της μη κερδο­σκοπικής εταιρείας, που ιδρύθηκε το 1992 και εδρεύει στην Ξάνθη. Αποτελεί ένα οργανισμό συλλογικής δράσης προσώπων από τη Θράκη και την υπόλοιπη Ελλάδα.
Κύρια πεδία έρευνας, παραγωγής και δράσης του ΠΑΚΕΘΡΑ είναι ο ευρύτερος χώρος της ιστορικής Θράκης, η πόλη της Ξάν­θης, αλλά και η γενικότερη ελληνική παρουσία, με έμφαση στον Ανατολικό Ελληνισμό. Επί πλέον, το ΠΑΚΕΘΡΑ επιδιώκει να συμ­βάλει στην κοινωνική πραγματικότητα, στον ζώντα πολιτισμό, την πνευματική ζωή και στην ανάδειξη και προστασία του φυσικού πε­ριβάλλοντος της Θράκης.
Κατά τη διάρκεια των δώδεκα ετών της ζωής του ΠΑΚΕΘΡΑ, δημιουργήθηκε ένα έργο που αθροίζει είκοσι τέσσερεις εκδόσεις, ένα επιστημονικό περιοδικό, δεκάδες διαλέξεις, δεκάδες εκθέσεις, σειρές μαθημάτων και πλήθος από άλλες δράσεις και παραγωγές. Ήδη βρίσκονται υπό έκδοση οκτώ βιβλία και οργανώνεται κοινω­νική και ανθρωπιστική δράση του ΠΑΚΕΘΡΑ στη νήσο Ίμβρο.
Το βιβλίο που παρουσιάζουμε απόψε αποτελεί από άποψη προετοιμασίας και ευρύτητας περιεχομένου και στόχων μία νέα αντίληψη στις εκδόσεις μας. Ο συγγραφέας Δημήτρης Μαυρίδης είναι δραστήριο μέλος του ΠΑΚΕΘΡΑ και αντιπρόεδρός του.
Όσο για την αισθητική, τη μορφή και την ποιότητα της έκδο­σης, είμαστε ικανοποιημένοι γιατί βασιστήκαμε στις τοπικές δυνα­τότητες της Θράκης και τις αξιοποιήσαμε, τυπώνοντας το βιβλίο στην Ξάνθη.


ΠΡΟΣΦΩΝΗΣΗ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΓΕΝΝΑΔΙΟΥ


Κυρίες και κύριοι,

ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΤΟΥ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ Ξανθιωτών και Φίλων Ξάνθης «Οι Ταξιάρχαι», σας καλωσορίζω στην αποψινή παρουσίαση του βι­βλίου του κυρίου Δ. Μαυρίδη. Είναι ιδιαίτερη χαρά για μας, στα πλαίσια των δραστηριοτήτων του συλλόγου μας, ο οποίος ιδρύθηκε το 1974, να προωθούμε τη συνεργασία με φορείς και συλλόγους της Ξάνθης και να προβάλουμε το έργο τους στην Αθήνα. Είναι μια προσπάθεια, που έχουμε εντείνει τα τελευταία χρόνια. Χαιρόμαστε για την ανταπόκριση που έχει και ελπίζουμε να συνεχίσουμε με τον ίδιο ρυθμό και στο μέλλον.
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα:
Ο συγγραφέας είναι αντιπρόεδρος του ΠΑΚΕΘΡΑ, έχει ζήσει στην Ξάνθη τα παιδικά του χρόνια και έχει στενούς δεσμούς με την πόλη, στον παραδοσιακό οικισμό της οποίας διατηρεί σπίτι.
Ο συγγραφέας δεν έχει μόνο γνώση τής ευρύτερης Ανατολής και των γεωγραφικών χώρων, όπου μέχρι πρόσφατα κατοικούσαν οι Έλληνες, αλλά και η απώτερη καταγωγή του ανάγεται εκεί, ενώ ο ίδιος διαθέτει βιωματική σχέση και αντίληψη για την ιστορική και την πολιτισμική παρουσία του Ανατολικού Μείζονος Ελληνι­σμού. Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον το ότι ο συγγραφέας δεν περιορί­ζεται στην καταγραφή και αποτύπωση μίας σπουδαίας ιστορικής και χαρακτηριστικής πραγματικότητας, αλλά συνδέει την ανατο­λική διάσταση τού Ελληνισμού με τη σύγχρονη προβληματική της χώρας μας και του λαού μας, μέσα στις προκλήσεις ενός πολύπλο­κου και μεταβαλλόμενου κόσμου.






ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ, Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΤΑΞΙΔΙΟΥ
(Απόσπασμα από τις σελ. 23,24)

ΞΕΚΙΝΗΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ για τη Ραιδεστό ένα φθινοπωρινό πρωινό. Ο δρόμος, πηγαίνοντας δυτικά, κοντά στη θάλασσα, αγγίζει τους μαλα­κούς λόφους της Θράκης και περνά δίπλα από την παραλία της Προποντίδας, τη γεμάτη, σε συνεχή παράταξη, με μεγάλες ομάδες από θηριώδεις, νεόκτιστες η υπό οικοδόμηση πολυκατοικίες. Πάνω στους λόφους ξεχωρίζουν, εδώ κι' εκεί, οι πα­νάρχαιοι ταφικό τύμβοι που χαρακτηρίζουν την έξοχη της Θράκης. Κάθε φορά που περνώ από τον δρόμο αυτό, θυμάμαι το πρώτο μου ταξίδι εκεί, πριν είκοσι οκτώ χρόνια, πόση εντύπωση μου έκανε τότε το ολιγάνθρωπο της Ανατολικής Θράκης. Τώρα, αυτό άλλαξε με τρόπο που γεννά ανησυχητικές απορίες.
Αν λογαριάσουμε τον Βόσπορο, την ασιατική ακτή της Βιθυνίας και το οικο­δομημένο μήκος της παραλίας της Προποντίδας, η Κωνσταντινούπολη απλώνεται σήμερα σε μια παράλια γραμμή με μήκος κοντά στα διακόσια τόσα χιλιόμετρα, που την κατοικούν δέκα πέντε εκατομμύρια άνθρωποι. Είναι μια κοσμόπολη, που ξεραίνει τα πάντα στο άπλωμα της, απομυζά την υπόλοιπη χώρα, καταστρέφει τα ίχνη του παρελθόντος και δημιουργεί ένα κατ' εξοχήν αντιαισθητικό νέο χώρο.
Δεν ξέρω πως αισθάνονται στις θηριώδεις πολυκατοικίες, στα περιτειχι­σμένα, φρουρούμενα, πολυτελή εξοχικά ή στις αυθαίρετα κτισμένες παράγκες "της νύχτας" οι νεήλυδες από την Ανατολή, που μετοικούν ταχύτατα στην Κων­σταντινούπολη και τη Θράκη, αλλά εγώ μόνο σαν εφιάλτη αισθανόμουν αυτά που έβλεπα.
Και τι άλλο από εφιάλτης μπορεί να είναι η παράταξη δεκάδων και εκατον­τάδων, πανομοιότυπων κατά ομάδες, γιγαντίων πολυκατοικιών σε έκταση δεκά­δων χιλιόμετρων ; Ο εφιάλτης είναι η αστική έρημος, όπου το άτομο συντρίβεται μέσα στο χωρίς τέλος καταθλιπτικό δομημένο χάος. Ο εφιάλτης είναι τα υβρι­στικά και απειλητικά μεγέθη˙ είναι, ακόμη, η ενοχλητική έλλειψη αισθητικής στις μάζες των άμορφων κτισμάτων, που διακόπτονται μόνο από κάποιο κατάλευκο τεράστιο τζαμί. Αυτά τα νεόκτιστα η υπό ανέγερση τζαμιά, καθώς εμφανίζονται σε κανονικά διαστήματα, γρήγορα αποκτούν μια ομοιομορφία, που εξαφανίζει την πρώτη εντύπωση των πανύψηλων μιναρέδων, που λογχίζουν τον ουρανό και τα σύννεφα.
"Καλύτερα που τελικά δεν κατόρθωσαν οι Έλληνες να αποκτήσουν την Κωνσταντινούπολη" – έγραφε ο Άρνολντ Τόυνμπη – "θα δημιουργούσαν έναν αστικό εφιάλτη που θα τους έπνιγε". Αυτό ακριβώς έγινε τώρα, εβδομήντα εννέα χρόνια μετά την είσοδο του νικηφόρου Κεμαλικού Στράτου στην Κωνσταντινού­πολη. Αυτόν τον "αστικό εφιάλτη" δημιούργησαν οι ανατολίτες που ζουν τώρα εδώ. Είναι η ζοφερή εκπλήρωση του λόγου του Κεμάλ το 1929 : "Στο εξής η Κων­σταντινούπολη δεν θα κυβερνά την Ανατολία, αλλά θα πρέπει να την ακολουθεί". Η Κωνσταντινούπολη ανήκει τώρα στην Ανατολία.
Η Κωνσταντινούπολη, βέβαια, κρατά στο ιστορικό της κέντρο, τον αέρα της αυτοκρατορικής μητρόπολης με τους απεριόριστους ορίζοντες, τους μεγαλειώδεις δημόσιους χώρους και τα εντυπωσιακά μνημεία, τον κοσμοπολιτισμό της Πόλης, της πρωτεύουσας της οικουμενικής αυτοκρατορίας, τη μοναδική ομορφιά της, τη θαλπωρή της πατρίδας και τη μυστική της λάμψη ως μυθικού κέντρου της Ρωμιο­σύνης. Είναι η πόλη η οποία για δέκα έξη αιώνες αποτελούσε το κέντρο του Ελλη­νισμού. Όμως, τη σύγχρονη μας τρίτη Άλωση, ή καλύτερα με άλλα λόγια, τον τρομακτικό δυναμισμό της Ανατολής που τραβά προς τη Δύση, δεν τον υποψιάζε­ται κανείς, παρά μόνο αν βρεθεί και διασχίσει τα προάστια της Κωνσταντινού­πολης ή την εφιαλτική ανοικοδόμηση στις παραλίες της Προποντίδας.
Όπως σε όλο τον κόσμο σήμερα, τα εκατομμύρια των νεοφερμένων ξένων συνωθούνται και στην Κωνσταντινούπολη, κάτω από την ακατανίκητη έλξη και τη θανάσιμη ομορφιά του σαγηνευτικού δράκου της κοσμόπολης. Στην κοσμό­πολη πραγματοποιείται η καταστροφή της ιδιαιτερότητας και η λήθη του παρελ­θόντος. Ποτέ, στη διάρκεια των χιλιάδων χρόνων της ζωής των πολιτισμών, κανείς δεν κατόρθωσε να μεταμορφώσει την οικουμένη, όπως σήμερα η δυτικο­ποίηση.


ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΙΧΑΛΗ ΜΕΡΑΚΛΗ


ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΤΑΞΙΔΙ έκανε σχετικά πρόσφατα ο κ. Μαυρίδης: από την Κωνσταντινούπολη στη Ραιδεστό (και με μιαν εκδρομή δυτι­κότερα, στο Ιερό Όρος και τα χωριά και τις κωμοπόλεις του, τα Γανόχωρα)˙ ικανό ωστόσο να τον συγκλονίσει, όχι μόνο ως Έλ­ληνα, με τις σαρωτικές αλλαγές στον όλο χώρο της διαδρομής, καθώς και στη δεύτερη σε αξία μετά την Κωνσταντινούπολη, άλλοτε βέβαια, Ραιδεστό. Το χώρο έχει γενικά κυριεύσει πια, και εδώ, η αστική πλημμύρα «Πρόλαβα, γράφει, τις ελληνικές πόλεις γύρω στο 1950, να έχουν η κάθε μία μοναδική ατομικότητα και χαρακτήρα. Η παρουσία και το θαύμα μιας χαρακτηριστικής ψυ­χής φαίνονταν τότε να είναι ανεξίτηλα. Θύμιζαν, εκείνη την πρό­σφατη εποχή, οι ελληνικές πόλεις, τον βυζαντινό κώδικα του Ιουστινιανού, που φρόντιζε για τα κτίσματα: "ώστε διδόναι κάλλος με τη πόλει, ψυχαγωγίαν δε τοις βαδίζουσιν". Παρ΄ όλη τη φτώ­χεια, η ελληνική πόλη της εποχής εκείνης έδινε τέρψη στους κα­τοίκους της. Τέρψη, που είναι αδύνατη σήμερα μέσα στην αισθητική πενία του σημερινού αστικού περιβάλλοντος, στην έλ­λειψη δημόσιων χώρων και στις πρακτικές δυσκολίες, που σε κάθε βήμα μας αντιμετωπίζουμε ζώντας στη σύγχρονη ελληνική πόλη. Ο πολιτισμός ανθίζει μέσα στις πόλεις και μαραίνεται μαζί με αυτές. Το ίδιο, λοιπόν, συμβαίνει και σήμερα εδώ στην Τουρκία, την κλη­ρονόμο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και κυρίαρχο της Ανατο­λής».
Και βέβαια, το ίδιο συμβαίνει, όπως είπα, και στη Ραιδεστό, όπου υπήρχε και το σπίτι του παππού του. «Ψάχνοντας μέσα στα οικόπεδα και αλάνες, δίπλα θλιβερές πολυκατοικίες και σε ξεχαρ­βαλωμένα χαμόσπιτα, ανάμεσα σε μισογκρεμισμένους τοίχους και χαλάσματα, ανάμεσα σε μισογκρεμισμένους τοίχους και χαλά­σματα, μπάζα και σκουπίδια», άρχισε να ανακαλύπτει κάποιο πα­λαιότατο σχέδιο, «πάνω στο οποίο κτίζονται και ξανακτίζονται κατοικίες, αφού τα περιγράμματα των δρόμων παραμένουν αναλ­λοίωτα». Έτσι προέκυψε ο σχεδιασμένος από τον ίδιο και το συ­νεργάτη και φίλο του κ. Αϊβαλιώτη χωροταξικός χάρτης της Ραιδεστού. Με τη βοήθεια εξάλλου και μιας φωτογραφίας του 1922 ανακάλυψε το ξύλινο σπίτι του παππού, με ρίγος ψυχής. «Στέκεται άθικτο σαν από θαύμα, μας λέει, μέσα στη γειτονιά που κάηκε κι αυτή μαζί με τον Φραγκομαχαλά πριν πολλά χρόνια». Οι τωρινοί ένοικοί του, τον δέχθηκαν ευγενικά, η περιγραφή που κά­νει του χώρου και μαζί της δικής του εσωτερικής αντίδρασης, είναι τέτοια που αξίζει ή και πρέπει να την ακούσετε, γιατί οδηγεί και στο κέντρο αυτού που αναζητεί και είναι, όπως και ο υπότιτλος του βιβλίου μαρτυρεί: η νεοελληνική ταυτότητα. «Ξανααισθάνθηκα, καθώς καθόμουν εκεί στο παλιό σαλόνι του παππουδικού μου σπι­τιού, και μέσα στο ημίφως του δειλινού, μία ευχάριστη θλίψη, τη γνήσια ρωμαίικη χαρμολύπη. Ένα συναίσθημα, που σήμερα με τη συνεχή κίνηση, τον θόρυβο των αυτοκινήτων και τη μόνιμη πα­ρουσία της τηλεόρασης, δυστυχώς γεννιέται σπάνια. Τα ψηλοτά­βανα αυτά κτήρια με τα πολύχρωμα τζάμια στο υπέρθυρο της εισόδου, τον φωτισμό με τη λάμπα πετρελαίου, με κεριά ή με αχνούς γλόμπους, ταιριάζουν στην αίσθηση αυτής της ευχάριστης θλίψης, που συνήθως απλώνεται το σούρουπο μετά την καφέ και μέσα στο ημίφως και τη σιωπή ή τις ψιθυριστές ομιλίες. Θυμάμαι τέτοια δειλινά στις προσφυγικές γειτονιές της Καβάλας ή της Ξάν­θης, όταν αργά το απόγευμα, μετά τη δουλειά, η θλίψη των σκλη­ρών βιωμάτων και η άφατη νοσταλγία για τον χαμένο κόσμο της νιότης και της πατρίδας, ξετυλίχθηκαν μαζί με μία ανέκφραστη ελπίδα. Αυτή η παράδοξη χαροποιός ελπίδα μέσα στη θλίψη της υπαρξιακής απογοήτευσης, αυτή η χάρη που μας επιτρέπει να "ανυψούμεθα ταπεινωμένοι", είναι ένα από τα πολύτιμα στολίδια της ιδιότροπης παράδοσής μας».
Ο κ. Μαυρίδης αναζητεί τη νεοελληνική ταυτότητα ταξιδεύο­ντας σε τόπους εκτός Ελλάδας, που όμως ήταν, άλλοτε, έως, σχεδόν πρόσφατα, ελληνικοί. Διόλου ως μεγαλοϊδεάτης, με την τρέχουσα, καταχρηστική και φθαρμένη έννοια (και εξαιτίας μιας άκριτης, απόλυτης υπονόμευσης που επιχειρήθηκε)˙ ο ίδιος πιστεύει «ότι ο νεοελληνικός εθνικισμός είναι μία παθολογία της Μεγάλης Ιδέας, η οποία υπάρχει έξω από στενόκαρδους εθνικι­σμούς». Και πάντως: από τα ερείπια ενός χαμένου ελληνισμού, πάνω στα οποία χτίζεται ένας κόσμος (που, σημειωτέον, εξελίσσε­ται σε ολοένα λιγότερο, επίσης, τουρκικό) αντλεί στοιχεία που τον βοηθούν να συνειδητοποιήσει το τι είμαστε. «Οι συζητήσεις για το αν ανήκουμε στη Δύση ή στην Ανατολή μας αλλοτριώνουν. Γιατί είμαστε μόνον αυτό που είμαστε. Δεν ανήκουμε ούτε στη Δύση, ούτε ανήκουμε στην Ανατολή, ούτε βρισκόμαστε ανάμεσά τους. Ανήκουμε μόνο σε αυτό πού είμαστε» −γράφει. Και θα πρόσθετα εγώ, ότι εκεί, στην Ανατολή, ο ελληνισμός βοηθιόταν στο να αφο­μοιώνει σωστά και τη Δύση, μια διαδικασία που, βέβαια στα μέτρα των εποχών, είχε αρχίσει από τους χρόνους, τους αιώνες του Βυ­ζαντίου, το οποίο άλλωστε ο κ. Μαυρίδης θεωρεί αναγκαίο να συνυπολογίζουμε στην αναζήτηση της ταυτότητάς μας (η αγνόησή του, η απόρριψή του, συμβάλλει στην κρίση ταυτότητας που έχουμε). Οπωσδήποτε από τις πιο ουσιαστικές και βαθιά αισθαντι­κές σελίδες, ως προς το κύριο και το καίριο που αναζητείται, είναι αυτές όπου γίνεται λόγος για την παλιά κωμόπολη Περίσταση. Και τελειώνουν με τις εξής δύο παραγράφους: «Τα τελείως πρόσφατα κοσμοϊστορικά γεγονότα: η κρίση των ιδεολογιών, η απαξίωση των ουτοπιών, η κυριαρχία της παγκοσμιοποίησης και της κομφορμι­στικής πληροφόρησης, η επιβολή της δυτικοποίησης, η αμφισβή­τηση της ιδέας της ανάπτυξης και οι γύρω μας εθνικισμοί, δημιουργούν συνθήκες συνείδησης της κρίσης ταυτότητας του Ελ­ληνισμού, μέσα από την καθολική του κρίση.
»Η προσωπική μου αυτή διανοητική εμπειρία δεν είναι άσχετη προς τα ρεύματα που διαπερνούν την ελληνική κοινωνία. Μου φαίνεται ότι η παρούσα φάση της διαχρονικής μας κρίσης ταυτό­τητας πλησιάζει σε αποφασιστική καμπή. Η προσέγγισή μας σε μία κατάσταση αυτογνωσίας, βοηθούσης της οικονομικής μας ανάπτυ­ξης, ίσως, παρά τη γεωγραφική και τη δημογραφική μας συρρί­κνωση, μας οδηγήσει στο να ξεπεράσουμε τα μεγάλα προβλήματα που σήμερα αντιμετωπίζουμε. Μία τέτοια προοπτική θα έχει μεγάλη σημασία για μας ως ιστορικό λαό, αλλά και μακρύτερα από μας. "Εν τω γένει των Ελλήνων η σοφία βασιλεύει"».
Με τις φράσεις αυτές κλείνει το πρώτο μέρος του βιβλίου (ας πούμε κατά σύμβαση: το περιγραφικό του ταξιδιού), το οποίο όμως συμπληρώνεται με δύο παραρτήματα 150 σελίδων, καθώς και χρήσιμο χρονολογικό πίνακα, συστηματική αναφορά στις πη­γές που χρησιμοποιήθηκαν, εξήγηση των σημασιών των όρων, διε­ξοδικότατα ευρετήρια προσώπων και ονομάτων.
Όσον αφορά τα δύο αυτά παραρτήματα, θα μπορούσαν να αποτελέσουν και δύο αυτοτελή βιβλία με την πληρότητα των στοι­χείων που περιέχουν, αλλά η διάταξη αυτή του όλου σε τρία επί­πεδα το καθιστά πιο ευάγωγο και ευανάγνωστο, ενώ υπάρχει ακόμα και η προσφύης πρόθεση να επανέρχεται ο αναγνώστης, με διαφορετικό τρόπο, στα κορυφαία ζητήματα που τίθενται και εξε­τάζονται.
Έτσι το πρώτο παράρτημα, "Φωτογραφίες με υπομνήματα και σχέδια" με συχνά σπανιότατες, αλλά και αλλιώς σημαντικές φωτο­γραφίες, φωτίζουν, με τον ανάλογο σχολιασμό, την ιστορία και κυ­ρίως το πολιτιστικό παρελθόν των αστικών χώρων, με την κοινωνική και πνευματική δράση και ακτινοβολία (δημιουργία συλλόγων με στόχο την παιδεία από τις κοινότητες κ.λ.π.).
Το δεύτερο παράρτημα, "Αναγωγή από την εμπειρία στη θεω­ρία και σημειώσεις", διευρύνει και εμβαθύνει σε σκέψεις και πα­ρατηρήσεις που έγιναν στο κυρίως μέρος ως αντίδραση στα ερεθίσματα που προκάλεσε η περιήγηση του χώρου. Είναι ένα κομμάτι που θα όφειλαν να προσέξουν όλοι, όσους απασχολεί το ζήτημα της εθνικής ταυτότητας αλλά και της εξέλιξης του πολιτι­σμού εν γένει, σήμερα. Με σεμνότητα αλλά και με πατριωτικό και ανθρωπιστικό ζήλο γράφει ο κ. Μαυρίδης προς το τέλος: «Η ανα­γωγή από την εμπειρία στη θεωρία ανακαλύπτει τεράστιους χώ­ρους προβλημάτων και ερωτημάτων, τα οποία δεν είναι δυνατό να αντιμετωπισθούν από ένα πρόσωπο. Γι’ αυτό, παρ’ όλη τη δυ­σπιστία μου για τις διανοούμενες και τις ιδεοληψίες που τους τυραννούν, κατέφυγα σε κείμενά τους που ήδη σε ανύποπτο χρόνο είχα διαβάσει. Τέτοια κείμενα οδήγησαν σε έκθεση αντιλήψεων και σε σχόλια για ζητήματα όπως: η παγκόσμια κυριαρχία, η κρίση ταυτότητας, η σημασία της πατρίδας, η σημασία του ιερού, η ση­μασία του μυστικού, η έννοια της μεταφυσικής, ο αγιασμός της φύσης, η σημασία της κοσμόπολης, ο αστικός εφιάλτης, το ιδιό­μορφο, το τραγικό και η μοναξιά των Ελλήνων, η ελληνική παρά­δοση, ο Ανατολικός Μείζων Ελληνισμός, η χαρμολύπη, η έννοια της επαναβίωσης, ο επιπολιτισμός, η νεοελληνική αλλοτρίωση και αρκετά άλλα. Τίποτα από αυτά, λοιπόν, δεν είναι πρωτότυπο, αν και τα περισσότερα σπάνια αναφέρονται. Είναι, όμως, επιτακτικά επίκαιρα, αφού μας βοηθούν να προσεγγίσουμε την πραγματικό­τητα και το καθολικό».
Κατατίθενται σκέψεις και ιδέες που προκαλούν για παραπέρα εμβαθύνσεις. Δίνω ένα δύο παραδείγματα. Μιλώντας για τη δια­φορά ανάμεσα στην πόλη και τη σύγχρονη, εξαπλωμένη από την υφήλιο κοσμόπολη, όπου «επιβάλλεται μια απρόσωπη λειτουργι­κότητα, ως δεσμός ανθρώπου και τεχνικής» αναφέρεται σε υπο­σημείωση και σε κάτι οικείο, που νοιώθουμε κιόλας πολύ να μας κολακεύει: «…το νέο αεροδρόμιο, η πύλη δηλαδή της ξακουστής πόλης της Αθήνας και όλης της πασίγνωστης για τον πολιτισμό και την ιστορία της Ελλάδας, δεν διαθέτει κανένα ιδιαίτερο πολιτι­στικό ή αισθητικό χαρακτήρα., σε πείσμα των ελληνικών παραδό­σεων. Δεν υπάρχουν σύμβολα ή στοιχεία ταυτότητας. Πού, τέλος πάντων, φθάνει ο ταξιδιώτης; Βρισκόμαστε σε ένα δημόσιο χώρο χωρίς αρχιτεκτονική και ύφος, με αποκλειστικά λειτουργικό και διεθνιστικό χαρακτήρα». Θα παρατηρούσα πως και όταν, δήθεν, χρησιμοποιούνται σύμβολα ή στοιχεία ταυτότητας, "πλαστικο­ποιούνται", αποβάλλουν οποιοδήποτε πραγματικό στοιχείο ταυτό­τητας, εξουδετερώνονται κυριολεκτικά: παράδειγμα κωμικο­τραγικό ο Φοίβος και η Αθηνά των ολυμπιακών αγώνων, που θα μπορούσαν, αν υπήρχε κάποια συνείδηση και ευαισθησία παράδοσης, να έχουν φιλοτεχνηθεί με τις μοναδικές γραμμές και φιγούρες της αρχαίας αγγειογραφίας κι όχι ως τετριμμένες, ανού­σιες καρικατούρες ενός κακού Γουώλτ Ντίσνεϊ.
Ο κ. Μαυρίδης υποστηρίζει το ασύμπτωτο δυτικού ευρωπαϊ­κού και ελληνικού πολιτισμού. Διαβάζω μεταξύ άλλων: «Όσοι πι­στεύουν ότι οι Έλληνες είμαστε το ίδιο με τους δυτικούς Ευρωπαίους δεν έχουν παρά να ρίξουν μια ματιά στους γοτθικούς ναούς της καθολικής και προτεσταντικής Ευρώπης. Εκεί, είναι χαρακτηριστική η λατρεία του άπειρου, του άπιαστου, του άμε­τρου, του υπερβολικού. Ο βέβηλος και άκρατος δυναμισμός της δυτικοευρωπαϊκής ψυχής δεν έχει καμιά σχέση με την προσέγγιση στους εξαίσιους χώρους των ουρανών, την οποία η Ανατολική Χρι­στιανοσύνη πραγματοποίησε παντού, από τα ταπεινά εξωκλήσια της ελληνικής γης έως τα μεγαλεία της Αγίας Σοφίας και της μονής της Χώρας των Ζώντων. Τα μέγιστα αυτά κατορθώματα δημιουρ­γήθηκαν με μία τεχνολογία που δεν έχει και αυτή σχέση με τη δαι­μονική, αλαζονική τεχνολογία των Δυτικών, που σήμερα απειλεί όλους μας, ως όργανο και έκφραση της παγκόσμιας κυριαρχίας.» Ειδικά η ενότητα 17 του δεύτερου παρατήματος, με τον τίτλο: "Δυ­τικός και ανατολικός ευρωπαϊκός πολιτισμός", θ΄ άξιζε ν' αποτελέ­σει την αφετηρία μαθημάτων σε νέους που σπουδάζουν και μελετούν ζητήματα του πολιτισμού και του πολιτισμού μας, ακόμα και χάρη στις αντιδράσεις που θα μπορούσε να προκαλέσει σε επι­μέρους θέσεις, όπως για τη δυτική μουσική, τη σύγχρονη "αγγλο­σαξονική" ειδικότερα, που ενθουσιάζει ειδικότερα της νεότερες γενιές.
Οπωσδήποτε, όσον αφορά την "κρίση ταυτότητα στην Ελ­λάδα", (θέμα στο οποίο επίσης αφιερώνει και ξεχωριστή ενότητα, πάντα στο δεύτερο επίμετρο), χωρίς να παραβλέπει και να υπο­τιμά τίποτα απ' όσα την προκαλούν (έχει άλλωστε την ευκαιρία να πει επανειλημμένα, ότι η κρίση ταυτότητας δεν αφορά, στις μέρες μας, μόνο την Ελλάδα), είναι αισιόδοξος: «Η κρίση ταυτότητας στην Ελλάδα συμβαδίζει με την έντονη αλλοτρίωση των μορφών, των πρακτικών και των εκδηλώσεων της ελληνικής ζωής, και υφί­σταται διότι ο πυρήνας του ελληνικού πολιτισμού, του ελληνικού ήθους, και της ιστορικότητας του ελληνικού έθνους, αντιστέκεται με πείσμα και παραμένει σχετικά άθικτος, κάτω από ποικίλες και ποικιλόμορφες μεταλλάξεις και διαφοροποιήσεις των μορφών και των επιφαινομένων. Ωστόσο, κατά τις τελευταίες δεκαετίες, υπο­βαθμίζονται και περιθωριοποιούνται σταθερά οι πολιτιστικές μας ιδιαιτερότητες με την κυριαρχία και την επιβολή των Μέσων Μα­ζικής Ενημέρωσης. Είναι πολύ παρήγορο το ότι στην κατάσταση αυτή αρχίζει να υπάρχει αντίδραση.
»Η Ελλάδα δεν είναι σήμερα η χώρα, όπου αυτό που περιλαμ­βάνει η έννοια του "παραδοσιακού" είναι καθοριστικό στις καθό­λου προσανατολισμούς, ούτε είναι η χώρα όπου το "παραδοσιακό" εμφανίζεται ως ουσιαστικό στοιχείο της καθημερινότητας. Μπο­ρούμε ίσως να συμπεράνουμε ότι ο εκσυγχρονισμός και η προσαρ­μογή είναι μία από τις κυρίαρχες ιδεολογίες. Αυτό όμως, μάλλον θα ήταν εύκολο συμπέρασμα. Κάτω από τα επιφαινόμενα και πέρα από τα λεγόμενα, υπάρχει πάντα και παντού, ζώσα και παρούσα, μια ιδιαίτερη πολιτισμική πραγματικότητα».
Θα δώσω ακόμα ένα παράθεμα, από την επίσης σημαντική ενότητα "Επιστήμη, Εθνικισμός και Ιδεολογία", δηλωτικό των δυ­σχερειών του παρόντος: «Μαζί με την εγκατάλειψη της κλασικής παιδείας και τη στροφή των σημαντικών χωρών της Δύσης στη χρησιμοθηρική και εργαλειακή εκπαίδευση μεταλλάσσονται και οι επιστημονικές επιδιώξεις. Στην εγκατάλειψη της κλασικής παι­δείας ακολουθεί η Ελλάδα, τρέφοντας την κρίση ταυτότητας που μας τυραννά. Η επιστήμη και η έρευνα παίρνουν μία συμβατή και βοηθητική του συστήματος διαχείρισης του πλανήτη και εντάσσο­νται στον κρατικοοικονομικό σχεδιασμό. Οι αξίες δεν έχουν θέση, αλλά σχετικοποιούνται μέσα σε εργαλειακές μεθόδους για να εξυ­πηρετούν το σύστημα της οικονομικοπολιτικής επιβολής. Είναι μία μορφή ολοκληρωτισμού και μία πάγια τακτική του Αμερικανι­σμού».
Παρά ταύτα είναι τελικά, ξαναλέω, αισιόδοξος. Μήπως είναι, λοιπόν, ένας ρομαντικός κυνηγός χιμαιρών; Δεν θα πρέπει να σπεύσουν να αντιδράσουν απαξιωτικά οι άσπονδοι επικριτές "κοσμοπολίτες διανοούμενοι" πολέμιοι τέτοιων στάσεων. Η ασφα­λής ρεαλιστική τοποθέτηση του κ. Μαυρίδη, −που προτείνεται και για μιαν ευρύτερη και ουσιαστικότερη συζήτηση,− καταδεικνύεται και στην ενότητα με το θέμα: "Η ελληνική πραγματικότητα και ο εκσυγχρονισμός", όπου το θέμα αυτό εξετάζεται και εν σχέσει προς τη σύγχρονη "τουρκική πραγματικότητα" που είναι και αντικεί­μενο κατ' ιδίαν εξετάσεως. «Δυστυχώς ζούμε, γράφει, τα συμπτώ­ματα μιας εξέλιξης, όπου συνεχώς χάνουμε έδαφος, συγκρινόμενοι με τη γειτονική χώρα, με την οποία βρισκόμαστε σε αντιπαράθεση. Εμείς διολισθαίνουμε σε ένα παρασιτικό καταναλωτισμό, αυτοί δημιουργούν μία παραγωγική βάση. Εμείς δεν μπορούμε να παρά­γουμε σύγχρονα προϊόντα ανταγωνιστικά, αυτοί δημιούργησαν μίας εξαγωγική βιομηχανία, παρόλα τα προβλήματά της. Η κατά­πτωση των παραγωγικών δραστηριοτήτων στην ελληνική οικονο­μία αντικατοπτρίζεται στον μαρασμό των ελληνικών εξαγωγών. Ενώ, πριν τριάντα χρόνια, οι τουρκικές εξαγωγές αντιπροσώπευαν μόνο κλάσμα των αντίστοιχων ελληνικών, σήμερα είναι πέντε φο­ρές μεγαλύτερες, με συμμετοχή βιομηχανικών προϊόντων 80%(!). Μιλούσαμε για "στρεβλή ανάπτυξη" και κατασπαταλήσαμε τερά­στιους πόρους χωρίς να επιτύχουμε κανενός είδους ανάπτυξη, εκτός από τους καταναλωτικούς δείκτες. Καταναλώσαμε πόρους που δεν προέρχονται από τον δικό μας μόχθο. Το δημόσιο χρέος της χώρας αυξάνεται με γρήγορους ρυθμούς, χωρίς να γίνονται παραγωγικές επενδύσεις. Καταλήξαμε σε μία οικονομία κακής ποιότητας υπηρεσιών και αγνοήσαμε τη σωστή, ποιοτική, παρα­γωγή αγαθών. Η πιο πρόσφατη μάλιστα εξέλιξη είναι η υιοθέτηση των μορφών της παγκοσμιοποιημένης φιλελευθεροποίησης: μία χρηματοπιστωτική οικονομία, όπου οι παραγωγοί έχουν περιθω­ριακή θέση».

Κυρίες και κύριοι,

Υπάρχουν περιστάσεις, και στη ζωή των λαών, όπου η μόνη ρεαλιστική λύση −με την έννοια της παροχής της δυνατότητας να διασωθεί κάτι ουσιώδες που κινδυνεύει να χαθεί απ' τη ζωή τους, όπως είναι η ιδιαιτερότητά τους,− η μόνη, λέω, ρεαλιστική λύση είναι αυτή που φαίνεται και, καταρχάς και καταρχήν, είναι ρομα­ντική και ουτοπική: εν προκειμένω η προσαρμογή, όπως λέει ο κ. Μαυρίδης, των ιδιομορφιών μας, δηλαδή η οργανική, ζωντανή, που δεν θα τις απεμπολήσει, ένταξή τους, στο σύγχρονο κόσμο. Αναρωτιέται: «Πώς είναι δυνατό να γίνει αυτό; Μήπως είναι ανέ­φικτο; Μήπως είναι αίτημα αντιφατικό;» Ο ίδιος απαντάει: «Σί­γουρα ένα τέτοιο αίτημα χρειάζεται μία μεγάλη και ουσιαστική προσπάθεια αυτογνωσίας, όχι λιγότερο από όσο χρειάζεται και μία προσπάθεια εθνικής δημιουργίας».


Ευχαριστώ



ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΚΑΤΟΙΚΟΥΝ ΣΤΗ ΡΑΙΔΕΣΤΟ ΣΗΜΕΡΑ
(Απόσπασμα από τις σελ. 38-40)

ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ, δεν βρή­κα στη Ραι­δε­στό κα­νέ­ναν, α­πό όσους τυ­χαί­α ρώ­τη­σα, ο ο­ποί­ος να κα­τά­γε­ται α­πό το μέ­ρος αυ­τό. Μαζεύτηκαν πο­λύ πρό­σφα­τα, και συ­νε­χί­ζουν να μα­ζεύ­ον­ται, α­πό μα­κρι­νά μέ­ρη της Α­να­το­λής. Πολ­λοί πά­λι, κρα­τούν α­πό τους αν­ταλ­λά­ξι­μους και τους πρό­σφυ­γες της Σερ­βί­ας, της Βουλ­γα­ρί­ας και της Μα­κε­δο­νί­ας, οι ο­ποί­οι εί­χαν τρα­βή­ξει τα ί­δια και χει­ρό­τε­ρα με τους δι­κούς μας πρό­σφυ­γες. Εί­ναι παν­τού κα­τα­φα­νής η έλ­λει­ψη ε­σω­τε­ρι­κής συ­νο­χής των νε­ή­λυ­δων με τον χώ­ρο στον ο­ποί­ο τώ­ρα κα­τοι­κούν. Υ­πάρ­χει η γνώ­ρι­μη αί­σθη­ση της μη μο­νι­μό­τη­τας, του α­νεκ­πλή­ρω­του, του ελ­λι­πούς και της νο­σταλ­γί­ας χω­ρίς αν­τι­κεί­με­νο. στην Ελ­λά­δα, σε πρώ­τη ευ­και­ρί­α, α­δειά­ζουν οι με­γά­λες πό­λεις για τα χώ­ρια, που ε­πι­σκευ­ά­στη­καν και ξα­να­κτί­στη­καν για τον λό­γο αυ­τό. Στην Τουρ­κί­α τέ­τοι­ες γέ­φυ­ρες με τις ρί­ζες εί­ναι­δύ­σκο­λες. στον δι­ά­χυ­το αυ­τόν ψυ­χι­σμό πρέ­πει να ε­πι­δρά και η νο­μα­δι­κή κα­τα­γω­γή των Τούρ­κων. Το να κα­τοι­κούν κά­που δεν φαί­νε­ται να θε­ω­ρεί­ται ως κά­τι μό­νι­μο.
Στις πρό­σφα­τα κτι­σμέ­νες, νέ­ες ε­κτε­τα­μέ­νες πε­ρι­ο­χές της πό­λης, υ­πάρ­χει μια πλή­ρης και εμ­φα­νής α­ναν­τι­στοι­χί­α του δο­μη­με­νου προς το αν­θρω­πι­νο πε­ρι­βαλ­λον. Τα τε­ρα­στια κτη­ρια, τα δη­μο­σια ερ­γα και οι παν­το­ει­δεις δυ­τι­κο­τρο­πες α­να­πτυ­ξεις, δεν φαί­νε­ται να έ­χουν σχέ­ση προς την αλ­λο­τρι­ω­μέ­νη ά­χρω­μη μά­ζα των α­να­το­λι­τών και των οι­κο­νο­μι­κώς πε­ρι­θω­ρι­ο­ποι­η­μέ­νων η­μια­στών, οι ο­ποί­οι γε­μί­ζουν τους χώ­ρους. Ο χώ­ρος των αν­θρώ­πων φαί­νε­ται να βρί­σκε­ται αλ­λού, να εί­ναι κρυμ­μέ­νος και ά­γνω­στος. Οι άν­θρω­ποι μοιά­ζουν σαν να έρ­χον­ται α­πό μα­κριά και κά­που έ­ξω α­πό την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα των ε­πι­φαι­νο­μέ­νων. Ποι­οι δη­μι­ούρ­γη­σαν τον δο­μη­μέ­νο αυ­τό χώ­ρο; Στην α­να­πτυγ­μέ­νη Δύ­ση και τον υ­πο­α­νά­πτυ­κτο Τρί­το Κό­σμο, ο χώ­ρος εμ­φα­νί­ζε­ται με ε­νάρ­γεια ως δη­μι­ούρ­γη­μα των αν­θρώ­πων, που βρί­σκον­ται και α­παν­τών­ται εν­τός του. Στις με­γά­λες πό­λεις ε­δώ, υ­πάρ­χει μια έν­το­νη αν­τα­νά­κλα­ση της αλ­λο­τρί­ω­σης των α­τό­μων στους δο­μη­μέ­νους χώ­ρους.
Η έλ­λει­ψη ε­σω­τε­ρί­κευ­σης του χώ­ρου φαί­νε­ται, ε­πί­σης, στη μι­ζέ­ρια και στη θλί­ψη του α­στι­κού πε­ρι­βάλ­λον­τος, κα­θώς και στην α­σα­φή α­νη­συ­χί­α, που σχε­τί­ζε­ται με ό,τι ο­νο­μά­ζου­με κρί­ση ταυ­τό­τη­τας.
Η έλ­λει­ψη μυ­στι­κής σύν­δε­σης με τον χώ­ρο και το πα­ρελ­θόν, εί­ναι, βέ­βαι­α, έ­να ση­μαν­τι­κό με­τα­φυ­σι­κό πρό­βλη­μα, που συ­ναν­τά­ται σε πολ­λούς λα­ούς στα χρό­νια μας. "Η έλ­λει­ψη πα­τρί­δας γί­νε­ται έ­να παγ­κό­σμιο πε­πρω­μέ­νο".
Στά­θη­κε α­δύ­να­το να δι­α­πι­στώ­σω ε­πι­βί­ω­ση της μνή­μης της ελ­λη­νι­κής πα­ρου­σί­ας στην πό­λη της Ραι­δε­στού σε ό­σους ρώ­τη­σα η κου­βέν­τια­σα. Η σύγ­χυ­ση και η α­κύ­ρω­ση της ι­στο­ρι­κής δι­ά­στα­σης εί­ναι πλή­ρεις. Το πα­ρελ­θόν δεν υ­πάρ­χει. Αρ­κε­τοί α­πό ό­σους κου­βέν­τια­σα με ρώ­τη­σαν : "Για­τί φύ­γαν οι δι­κοί σου α­π’ ε­δώ;"



ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΩΣΤΑ ΜΠΑΛΑΣΚΑ


ΑΠΟ ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΖΩ τον Δ. Μαυρίδη – και τον γνωρίζω από τα εφηβικά χρόνια –, θαύμαζα το εύρος των ενδιαφερόντων του και την άνεση με την οποία τα υπηρετούσε. Μπορούσε π.χ. να δί­νει μια διάλεξη για τον Καντ ή για τον Έγελο και την επομένη να δίνει εξετάσεις στο Πολυτεχνείο στη Μηχανική. Αργότερα, τον έβλεπα με την ίδια άνεση να συνδυάζει μια άκρως επιτυχημένη επιχειρησιακή δραστηριότητα στην εταιρεία του, τη «Βιομηχανική Τεχνολογία», με τη συγγραφή βιβλίων για τα «Υδραυλικά Συστή­ματα» και με τη μελέτη φιλοσοφικών και ιστορικών συγγραμμά­των. Στο σπίτι του ο δικός του χώρος είναι εργαστήριο ενός ερευνητή, μελετητή, συλλέκτη, συγγραφέα.
Καθόλου δεν με επέπληξε λοιπόν, όταν άρχισε να ασχολείται συστηματικά με το ΠΑΚΕΘΡΑ στην Ξάνθη και να πρωτοστατεί στις δραστηριότητες και στις εκδόσεις του, ή όταν μου έδειξε το νέο βιβλίο που ετοίμαζε: «Από την Κωνσταντινούπολη στη Ραιδεστό». Ήξερα ότι τα τελευταία χρόνια στον ελεύθερο χρόνο του: «πιο συ­χνά με βρίσκεις στην Κωνσταντινούπολη παρά στην Αθήνα», μου έλεγε.
Πρόσφυγας δεύτερης γενιάς από τη Ραιδεστό, μεγαλωμένος στην Ξάνθη, είχε αρχίσει να σκάβει τις ρίζες του. Οι αφηγήσεις του πατέρα, του θείου, της θείας γύρω στο 1950, όταν οι μνήμες ήταν ακόμα νωπές και οι άνθρωποι ζούσαν και περιέφεραν τις εμπειρίες του, είχαν σημαδέψει την ψυχή του παιδιού και είχαν συγκροτήσει το μύθο της χαμένης πατρίδας. Όταν όμως είσαι παιδί, δεν τα κα­ταλαβαίνεις όλα ούτε μπορείς να τα εκτιμήσεις σωστά. Όταν μεγαλώσεις και θέλεις να ρωτήσεις, δεν υπάρχουν πια δυστυχώς οι άμεσες πηγές της πληροφόρησης. Τότε καταφεύγεις στη βιβλιο­γραφία, στη συλλογή υλικού και τελικά στην επιτόπια έρευνα, στην αυτοψία για να βρεις ό,τι απόμεινε και να δώσεις την ερμη­νεία σου συνδέοντας τη σύγχρονη πραγματικότητα με το βιωμένο μύθο, και αναβιώνοντας. Αρχίζεις με την επιθυμία να σώσεις από τη λήθη. Ο Μαυρίδης άρχισε τη συλλογή φωτογραφιών και ντο­κουμέντων. Με το συλλεκτικό πάθος που τον διακρίνει, ανακά­λυψε, ψάχνοντας στα παλαιοπωλεία της Αθήνας και της Κωνσταντινούπολης, σπάνιες και ενίοτε μοναδικές φωτογραφίες, επιστολικά δελτάρια, χάρτες και άλλα στοιχεία της περιοχής και της εποχής, πλουτίζοντας παράλληλα τη βιβλιοθήκη του με όλη τη σχετική ελληνική και ξένη βιβλιογραφία.
Ύστερα έρχεται το ταξίδι, ένα ταξίδι νόστος και νέκυια, που μαζί με την αναβίωση κινεί τον προβληματισμό και το στοχασμό. Γεννιέται έτσι η ιδέα της συγγραφής ενός οδοιπορικού, που να συ­νοδεύεται από το συγκεντρωμένο ήδη εικαστικό υλικό και να ακουμπήσει στο έτοιμο συναισθηματικό υπόβαθρο. Συγχρόνως, όμως, αρχίζουν να ξεπηδούν οντολογικά ερωτήματα για το νέο ελ­ληνισμό και υπαρξιακά ερωτήματα του ίδιου του συγγραφέα: ποιος είμαι; γιατί κάνω αυτό το ταξίδι; Όχι βέβαια για τουρισμό, αυτό είναι σίγουρο, τι δουλειά έχει εδώ ο τουρισμός. Είναι ταξίδι ψυχής (όχι αναψυχής), ταξίδι αναβίωσης, ταξίδι αυτογνωσίας, αναζήτησης της προσωπικής και της νεοελληνικής ταυτότητας.
Το βιβλίο αρχίζει να μπαίνει σε μεγάλα βάθη, η περιγραφή «πυκνώνει» καθώς τα πράγματα γίνονται σύνθετα, η πραγματικό­τητα αναδύεται ως μωσαϊκό και ως παλίμψηστο. Ο τόπος δεν είναι απλώς η γενέθλια γη των προγόνων, δεν είναι η χαμένη πατρίδα και το σπίτι του παππού στα «Μνηματάκια» της Ραιδεστού πού, αναλλοίωτο έκτοτε, το κατοικούν τούρκικες οικογένειες. Ο τόπος γίνεται γεωμετρικός τόπος με πολλά σημεία, που έχουν κοινές ιδιότητες αλλά και πολλές αντιφάσεις. Ο στοχασμός ανοίγει πανιά, ψηλαφεί τα επίπεδα της πραγματικότητας, ανιχνεύει τη στρωμα­τογραφία της.
Το 1922 είναι μια μεγάλη τομή, τόσο για την Ελλάδα (που εγ­γράφεται ως «καταστροφή») όσο και για την Τουρκία (που εγ­γράφεται ως «απελευθέρωση»). Τίποτε πια δεν θα είναι όπως πριν. Η κρίση ταυτότητας θα σημαδέψει και τις δυο χώρες, που θα πρέπει, ωστόσο, εκούσες - άκουσες, να συνυπάρξουν και να συμπορευτούν. Πως όμως; Τα προβλήματα είναι πολλά και ποι­κίλα: εμείς, «μικρή χώρα με μεγάλες ιδέες», εμπεδώνουμε το δυτικό δρόμο μας, το έστω μοναχικό και με το βίωμα της Ανατολής ακοίμητο. Αυτοί, χώρα μεγάλη, πολυεθνική και πολυπληθής, που προσπαθεί, ως κράτος, να γεφυρώσει τις τρομερές αντινομίες της, με το μυθικό γκρίζο λύκο να την οδηγεί δυτικά στην Κωνσταντι­νούπολη και στα παράλια της Μικρασίας, που τότε είμασταν εμείς. Πιο δυτικά σήμερα, είμαστε πάλι εμείς. Αίσθημα απειλής; Για τον Μαυρίδη ναι. «Κινείται γαρ η έχθρα τω πλήθει και τα έθνη μάχεται καθ’ ημών˙ και τις ο βοηθήσων ημίν;» Μήπως αυτή η μεγάλη χο­άνη που λέγεται Ευρωπαϊκή Ένωση; Το 1922 δεν επιτρέπει αυτα­πάτες. Μόνοι μας θα πρέπει να βοηθήσουμε τους εαυτούς μας.
Με τέτοια και άλλα συναφή ερωτήματα αναβράζοντα, το βι­βλίο κατέληξε τρίπτυχο: Το πρώτο μέρος (το κυρίως βιβλίο) είναι το «οδοιπορικό» με πολλές στάσεις και στροφές, που απλώνεται σε τέσσερα κεφάλαια: γύρω από την Κωνσταντινούπολη και στα θρακικά παράλια της Προποντίδας, στη Ραιδεστό (τη χαμένη πα­τρίδα) στο Ιερό Όρος και στα Γανόχωρα. Οι πληροφορίες, πλού­σιες και συνοπτικές, παραπέμπουν με σημειώσεις στο δύο Παραρτήματα που ακολουθούν. Το πρώτο Παράρτημα περιλαμ­βάνει 48 φωτογραφίες σχολιασμένες αναλυτικά – όχι με απλές λε­ζάντες. Εδώ, εικόνα και λόγος μαζί, βοηθούν την καλύτερη κατανόηση γι’ αυτό που ήταν και που εξακολουθεί να σημαίνει. Στο 2ο Παράρτημα ο συγγραφέας προεκτείνει την εμπειρία του σε θεωρία με στοχαστικές «σημειώσεις» πάνω στα ζητήματα που προαναφέραμε και σε άλλα πολλά. Ζητήματα θεωρητικά, που αναπτύσσονται αυτοτελή, που είναι φαινομενικά ετερόκλητα, αλλά όλα μαζί συγκλίνουν προς ένα κέντρο: την ανίχνευση και ανεύρεση της σημασίας, της ερμηνείας, της ένταξης των καθ΄ έκα­στον στο καθόλου, κατ’ Αριστοτέλη, δηλαδή των επιμέρους στο γενικό πλαίσιο που τα συνέχει, ως προβλήματα πάντως και όχι ως λύσεις, και πάντα σε μια ελληνοκεντρική οπτική, που δεν έχει κα­μιά σχέση με εθνικισμούς και που τη χρωματίζει μόνο η έγνοια και ο καϋμός της Ρωμιοσύνης ως οντολογικό - υπαρξιακό βίωμα, που κινεί έναν ευρύτερο γεωπολιτικό στοχασμό και μπορεί να μας βοηθήσει να σταθμίσουμε τη ζωή μας: «οιάκισμα προς στάθμην βίου». Το περιγραφικά αφηγηματικό οδοιπορικό (1ο) εποπτικο­ποιείται και αναλύεται με το εικαστικό (2ο) και τέλος ανάγεται με το στοχασμό σε γενικότερο θεωρητικό πλαίσιο (3ο). Έτσι η Ραιδε­στός του Μαυρίδη γίνεται, mutatis mutandis, κάτι ανάλογο με το Μεσολόγγι των Ελεύθερων Πολιορκημένων του Σολωμού.
Το τρίπτυχο βιβλίο συμπληρώνεται με χρονολογικό πίνακα των κυριότερων γεγονότων που σημάδεψαν την περιοχή από τη νεολιθική περίοδο ως τα πρόσφατα χρόνια της εγκατάστασης στην Κωνσταντινούπολη και στα θρακικά παράλια όλο και περισσότε­ρου πληθυσμού από τα βάθη της Ασίας. Για την Κωνσταντινού­πολη, την κοσμόπολη των 16 πια εκατομμυρίων κατοίκων, ο συγγραφέας αποτελεί το φαινόμενο «τρίτη άλωση» που συνεπάγε­ται το οριστικό τέλος.
Συμπληρώνεται επίσης το βιβλίο με πηγές, αναφορές και σχό­λια, με γλωσσάρι που εξηγεί τους χρησιμοποιούμενους όρους, με πλούσια και διαβασμένη βιβλιογραφία γενική και θεματική, τέλος με ευρετήριο αναφερόμενων ονομάτων και θεμάτων.
Το όλο έργο είναι προσωπικό και οι ερμηνείες, οι θέσεις, οι απόψεις είναι, φυσικά, υποκειμενικές. Ο επαρκής αναγνώστης μπορεί άλλοτε να συμφωνεί και άλλοτε να διαφωνεί, αλλά σε κα­μιά περίπτωση δε μπορεί να αμφισβητήσει την εγκυρότητα των στοιχείων, το εύρος και το βάθος της θεώρησης, τη δύναμη του στοχασμού και την πρωτοτυπία της σύνθεσης.

Ευχαριστώ




ΔΥΤΙΚΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
(Αποσπάσματα από τις σελ. 190-194)

ΟΣΟΙ ΠΙΣΤΕΥΟΥΝ ΟΤΙ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ είμαστε το ίδιο με τους δυτικούς ευρωπαίους δεν εχουν παρά να ρίξουν μια μάτια στους γοτθικούς ναούς της καθολικής και της προτεσταντικής Ευρώπης. Εκεί, είναι χαρακτηριστική η λατρεία του άπειρου, του άπιαστου, του άμετρου, του υπερβολικού.
Εμείς το Ελληνικό δεν έχουμε σχέση με τις αινιγματικές αγωνίες της ευρω­παϊκής ψυχής. Για μας η λατρεία προς το άπιαστο είναι άγνωστη. Δύσκολα οι Έλληνες θα συμφωνήσουμε με τον αφορισμό του Νοβάλις : "Τίποτε δεν είναι πε­ρισσότερο προσιτό στο πνεύμα από το άπειρο".
Η λατρεία του ασύλληπτου και η αγωνία της ψυχής της Δυτικής Ευρώπης εμφανίζονται εναργώς στη νέα διάσταση της αντίληψης για τον χρόνο που εισά­γουν οι δυτικοί ευρωπαϊκοί λαοί. Η μέτρηση της ροής του χρόνου επιβάλλεται από τους Γερμανούς με την εφεύρεση του μηχανικού ρολογιού, δηλαδή με την εισβολή στον ανθρωπινο βίο της αμείλικτης, αέναης και αδιάφορης κίνησης των οδοντωτών τροχών. Έκτοτε, τα ρολόγια στους αμέτρητους πύργους και τα κα­μπαναριά της Δυτικής Ευρώπης, κατακερματίζουν μόνιμα τον χρόνο και επιβάλ­λουν μια διαχείριση του που είναι αδιανόητη στη στατική Ανατολή.
Αλλά και η καλλιτεχνική μας πραγματικότητα είναι όλως διάφορη αυτής των Δυτικών Ευρωπαίων.
Στις ελληνικές εικαστικές παραδόσεις το φως αναλαμβάνει ένα ρόλο ουσιω­δώς διαφορετικό από τον αισθητικό και ψυχολογικό ρόλο, που χαρακτηρίζει την παρουσία του στη δυτική ζωγραφική παράδοση. Πρόκειται για διαφορετικές πο­λιτισμικές παραδόσεις. Στην ελληνική ζωγραφική παράδοση το φως έχει οντολο­γική υπόσταση και κατακυρώνει τη μεταφυσική σπουδαιότητα της θέασης. Στη βυζαντινή ζωγραφική δεν υπάρχει ο φυσιοκρατικός χαρακτήρας της σκιάς και του Φώτος, που διακρίνουμε στη ζωγραφική της Δύσης. Αλλά και η κυριαρχία του άπειρου στην προοπτική και η συμμόρφωση με τους νόμους της φυσικής οπτικής, που χαρακτηρίζουν τη δυτική εικαστική παράδοση, δεν υπάρχουν στην ελληνική και στη βυζαντινή εικαστική αντίληψη. Έτσι, ενώ στη δυτική ζωγραφική εικονί­ζονται τα πράγματα φαινομενοκρατικά, στη βυζαντινή ζωγραφική καθορίζονται οντολογικά και εικονίζονται υπερβατικά. Αν, λοιπόν, συμφωνήσουμε στο ότι : "μέσα στο έργο τέχνης έχει τεθεί στην πράξη η αλήθεια των όντων", η ελληνική εικαστική παράδοση δημιουργεί την τέχνη κατ' εξοχήν.
Όσο για τη γλώσσα της δυτικοευρωπαϊκής ψυχής, τη Μεγάλη Μουσική, που θαμπώνει "στο δυνατό και ακτινοβόλο πέταγμα της από τον Μπαχ ως τον Μπετό­βεν, κι' από τον Μπετόβεν ως τον Βάγκνερ", Εμείς δεν διαθέτουμε τίποτε παρό­μοιο, πλην κάτι απολύτως διαφορετικό : τη μουσική της μέθεξης και της συμμετοχής, τη μουσική όπου τα μυστήρια του κόσμου αγγίζουν λυτρωτικά και συλλογικά και όχι μέσα στην απομόνωση και την αγωνία του αστικοποιημένου ατόμου της αίθουσας συναυλιών.
Η εμφάνιση της Μεγάλης Μουσικής στη δυτική Ευρώπη είναι μοναδικό φαινόμενο και εκφράζει άμεσα και με εξαιρετική βαθύτητα τη δυτική ευρωπαϊκή ψυχή και τον αντιφατικό χαρακτήρα της, που συγκεκριμενοποιείται με τη ρομα­ντική τάση προς το άπειρο και την ορθολογική δράση. Η Μεγάλη Μουσική της Δυτικής Ευρώπης τείνει παντα και μόνιμα προς το άπειρο και είναι ανυπέρβλητη σε ύφος. Είναι ενδιαφέρον το ότι η Μεγάλη Μουσική φθάνει στο απόγειο της κατακυρώνει τον ορθολογικό 18° αιώνα, πράγμα που χαρακτηρίζει τις αξεπέρα­στες αντιφάσεις της ευρωπαϊκής ψυχής.
Στη μουσική φαίνεται καθαρά η κρίσιμη και θεμελιώδης διάφορα ανάμεσα στον Ελληνικό και στον Δυτικό Ευρωπαϊκό πολιτισμό. δηλαδή, η διάφορα ανά­μεσα στην ασίγαστη ανησυχία και το ανικανοποίητο της Δυτικής Ευρώπης και στη συγκεκριμένη αρμονία και την ισορροπημένη ευαισθησία ενός ήθους που είναι κατ' εξοχήν ελληνικό και που εκφράζεται μέσα από μια εκλεπτυσμένη γλώσσα, καθώς και με τις ελάχιστες υποδιαιρέσεις της ελληνικής μουσικής κλίμα­κας.
Αλλά, και τα ουσιαστικά ζητήματα της γνώσης της αλήθειας και της θρη­σκευτικής πίστης, το Ελληνικό ως κλασική αρχαιότητα, Ρωμανία η Νέος Ελληνι­σμός, τα προσεγγίζει θεμελιωδώς διαφορετικά από τη δυτική Ευρώπη. Για τους Δυτικούς η διάνοια και η λογική εξαντλούν το Είναι. Ακόμη και ο Θεός προσεγγί­ζεται με τη λογική, που αυτή η ίδια επιτρέπει το να γίνει κατανοητός. Σε πλήρη και ριζική αντίθεση, η ελληνική διανόηση και θεολογία, εν πομπή και παρατάξει, αρνούνται στη λογική τέτοια απόλυτη δυνατότητα. Για τους Έλληνες, η γνώση και η αλήθεια υπάρχουν στην εμπειρία και το βίωμα. Είναι πράγματα πνευματικά στην ουσία τους μεταφερμένα σε ζώσα ιστορική μορφή και καθημερινή πρακτική.
Ακόμη, χαρακτηριστική είναι και η προσήλωση της ελληνικής σκέψης σε στατικές μορφές του Είναι, το οποίο προσεγγίζεται με την θέαση. Στη δυτική σκέψη εκείνο που προέχει είναι ο δυναμισμός του γίγνεσθαι, με τον οποίο ο κόσμος βρίσκεται σε μόνιμη κίνηση και εξέλιξη σε γραμμική πορεία.




ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΑΠΟ ΤΟΝ Δ. ΜΑΥΡΙΔΗ
ΓΙΑ ΤΑ ΘΕΜΑΤΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ


Κυρίες και κύριοι,

ΘΑ ΕΙΜΑΙ ΣΥΝΤΟΜΟΣ. Θα προσπαθήσω να δώσω, με απλά λόγια, μία αντίληψη του τι αφορά, τέλος πάντων, αυτό το βιβλίο.
Το βιβλίο που παρουσιάζουμε έχει ως αφορμή ταξίδια στην Ανατολική Θράκη, στη βόρεια ακτή της Προποντίδας, αμέσως έξω από την Κωνσταντινούπολη και προς δυτικά κατά μήκος της ακτής, μέχρι την περιφέρεια της Ραιδεστού, με το παρά τη θάλασ­σα Ιερό Όρος και τα 27 χωριά που αποτελούσαν τα Γανόχωρα. Η περιοχή αυτή δεν έχασε μέχρι πρόσφατα την ελληνικότητά της. Ήταν, μάλιστα, μία από τις εστίες συγκέντρωσης των Ανατολικών Ελλήνων.
Τους πρώτους τρομερούς αιώνες μετά την τουρκική κατά­κτηση ακολούθησε η ανασύνταξη των ελληνικών πληθυσμών. Με τις οθωμανικές μεταρρυθμίσεις, οι Ρωμηοί, υπήκοοι δεύτερης κα­τηγορίας, ανέρχονται και μετέχουν στη νεοπαγή αστική τάξη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Ως αποτέλεσμα, οι ελληνικές κοινότητες συνιστούν σημαντικό τμήμα του πληθυσμού της Αυτοκρατορίας και δημιουργούν μια πραγματικότητα στην οποία, είναι μεν πολιτικά υποταγμένες, γί­νονται, όμως, οικονομικά κυρίαρχες και κοινωνικά και πολιτιστικά ανεξάρτητες.
Θεωρούμε την κοινωνική, οικονομική και δημογραφική άνοδο των Ρωμηών κατά τον 19ο αιώνα ως μία περίοδο ακμής του Ελλη­νισμού γενικότερα. Είναι ενδιαφέρον και επίκαιρο το ότι οι Ανατο­λικοί Έλληνες διατηρούν, παρά τον επιτυχή εκσυγχρονισμό τους, τις ιδιαιτερότητές τους.
Η ασύλληπτης έκτασης, τρομερή Μικρασιατική Καταστροφή και η δραματική εγκατάλειψη της Ανατολικής Θράκης, υποχρέωσε τους Ρωμηούς να φύγουν για πάντα από τούς χώρους της Ανατολής. Ο Ανατολικός Ελληνισμός υφίσταται τρομακτική φθο­ρά. Οι εστίες του και τα μνημεία του χάνονται. Οι θεσμοί του, ο πλούτος του και τα επιτεύγματά του καταστρέφονται. Η κατα­στροφή δεν αφορά μόνο τους Ρωμαίικους πληθυσμούς, αλλά και το πολιτισμικό υπόβαθρο, το οποίο είναι πολύ δύσκολο να ανα­πληρωθεί.
Η ιδέα του κρατικοποιημένου έθνους, που δρομολόγησε ο ευ­ρωπαϊκός Διαφωτισμός, λαμβάνει στην Ανατολή απόλυτες μορ­φές˙ με κατάληξη τις εθνικές εκκαθαρίσεις στα Βαλκάνια και την εξαφάνιση όλων των χριστιανικών μειονοτήτων στη Μικρά Ασία.
Η Μικρασιατική Καταστροφή, η οποία ακόμη συνεχίζεται με διάφορες μορφές, αποτελεί, κατά τη γνώμη μας, κεντρικό γεγονός της ιστορίας του Νέου Ελληνισμού. Οι Έλληνες, μετά από οδυνη­ρές διαδικασίες, βρίσκονται πια συγκεντρωμένοι στην ευρωπαϊκή τους εστία. Αυτό είναι ιστορικά πρωτοφανές. Οι Έλληνες δημιουρ­γούν το εθνικό τους κράτος στο ιστορικό τους κέντρο, το οποίο όμως παρέμεινε περιφερειακή περιοχή για πολλούς αιώνες. Το κέντρο βάρους του Ελληνισμού μετατίθεται πάλι προς τη νότιο Βαλκανική. Μετά το γεγονός αυτό ο Νέος Ελληνισμός είναι κάτι διαφορετικό, ενώ εντείνεται η διαχρονική κρίση ταυτότητας που τον χαρακτηρίζει.

Σήμερα, τα ταξίδια των Ελλήνων στη χαμένη γι' αυτούς Ανα­τολή σημαίνουν την αναζήτηση του οικείου, την επιβεβαίωση του τι οι ίδιοι είναι. Οι διηγήσεις που άκουγα μικρός ήταν η αρχή αυ­τού του ταξιδιού και των ερωτημάτων που το συνόδευσαν. Τι ση­μαίνει, λοιπόν, ένα τέτοιο ταξίδι; Γίνεται σε ένα τόπο στον οποίο δεν έχω βιώσει, πλην αντιλαμβάνομαι ως οικείο.
Μετά από περιπλανήσεις και αναζητήσεις σχημάτισα τη μορφή μιας περασμένης πια πραγματικότητας, που τα ίχνη της σε λίγα χρόνια δεν θα υπάρχουν. Δεν είναι μόνο ο χρόνος που μετα­τρέπει τα απομεινάρια σε σκόνη. Τα εκατομμύρια των νεήλυδων από την Ανατολή κατακυριεύουν τον χώρο και δημιουργούν μία νέα πραγματικότητα. Δεν βρισκόμαστε αντιμέτωποι μόνο με τον χρόνο, αλλά και με τη θύελα μιάς πολιτισμικής αλλοτρίωσης. Έτσι, γεννιέται η ανάγκη για την καταγραφή της εμπειρίας του ταξιδιού.

Εδώ, όμως, δεν περιγράφω μόνο ένα τόπο, μία πολύτιμη, πλην παρωχημένη πραγματικότητα, αλλά ζητώ να κατανοήσω και να ερμηνεύσω. Υπάρχουν μόνο ερμηνείες και οι ερμηνείες αυτές μας καθορίζουν. Δεν μου ταιριάζουν οι θρηνωδίες για τις χαμένες πατρίδες και ούτε με παρηγορούν τα ωραία λόγια. Η παράδοση αφορά το παρόν και δίνει νόημα στο μέλλον. Γοητεύομαι από το ιστορικό περιβάλλον, αλλά εκείνο που με απασχολεί είναι η πα­ρούσα κατάσταση.
Μέσα από τις εμπειρίες του ταξιδιού, την έρευνα στις παλιές φωτογραφίες και την καταγραφή των μνημείων και των λειψάνων, αναδεικνύονται σύμβολα και πραγματικότητες με ιδιαίτερες ση­μασίες. Η Κωνσταντινούπολη κατανοείται ως μία εστία της επιβε­βαίωσης των Ελλήνων. Η πολιτισμική ιδιαιτερότητα αναδεικνύεται ως το υπόβαθρο της ελληνικής ζωής. Η ασήμαντη και ξεχασμένη Ραιδεστός φαίνεται τώρα να γίνεται ένα σύμβολο των ελληνικών κοινοτήτων, ένα φαινόμενο με οικουμενικές σημασίες. Ο ελληνικός χώρος ορίζεται πολιτισμικά και δεν βρίσκεται ούτε σε Ανατολή, ούτε σε Δύση.
Ταξιδεύοντας στην Τουρκία, διαπίστωσα ότι το μέτρο του πόσο σημαντική είναι μία χώρα βρίσκεται στη θέση που αυτή κα­τέχει στη φαντασία μας. Η ταυτότητα, ως προσωπική πιστοποί­ηση, συνειδητοποιείται μετά την αντίληψη αυτού που είναι αντίθετο. Αυτά, μπορούν ίσως να εξηγήσουν το φαινομενικά πα­ράδοξο γεγονός, του ότι το ερώτημα για τη νεοελληνική ταυτότητα τίθεται σε ένα ταξίδι έξω από τα ελληνικά σύνορα και σε χώρους, όπου δεν κατοικούν πλέον Έλληνες.

Αλλά και πέρα από τις "πυκνές περιγραφές", η ανάλυση της σύγχρονης πραγματικότητας, σε αντιπαράθεση προς την ιστορική πραγματικότητα, που περιγράφεται στο βιβλίο, μας δίνει το μέγε­θος του πόσο δεινή είναι σήμερα η θέση μας.
Ίσως οι δρόμοι για την αντιμετώπιση των μεγάλων προβλημά­των, που σήμερα αντιμετωπίζουμε, να ξεκινούν μέσα από τη δια­τύπωση των ίδιων των προβλημάτων. Μάλλον αυτό προσπάθησα ασυναίσθητα να κάνω για μένα με το βιβλίο αυτό. Είμαι αισιόδο­ξος, όχι μόνο γιατί δεν μπορούμε και δεν πρέπει να κάνουμε αλ­λιώς, αλλά και γιατί με την ελπίδα και μέσα από την ψηλάφηση αυτού που μας συνιστά και μας συγκροτεί ξεχύνεται το "ανέλπι­στον".

Θέλω τώρα να πω κάτι για την πραγματοποίηση του βιβλίου: Αντιλαμβάνομαι το βιβλίο ως ένα περίπλοκο σύμβολο και ένα αντικείμενο με αυτοδύναμη υπόσταση. Αυτό σημαίνει ότι ένα βι­βλίο, πέρα από το κείμενο, πρέπει να υπάρχει και αισθητικά. Το βιβλίο μας τυπώθηκε στην Ξάνθη σε συμφωνία με το αίτημα της ανάδειξης των τοπικών δυνατοτήτων. Πιστεύω ότι, μαζί με τον νε­αρό τυπογράφο Μιχάλη Πασχίδη, δώσαμε ένα παράδειγμα προς συνέχιση. Είμαι ικανοποιημένος και τολμώ να πω και υπερήφανος, γιατί αυτό έγινε χωρίς προηγούμενη πείρα και μέσα σε ένα περι­βάλλον χωρίς τυπογραφική παράδοση.

Τέλος, με αφορμή τη συμμετοχή των Ξανθιωτών στη σημερινή εκδήλωση, θέλω να επισημάνω ότι κάτι από αυτά που αναδύονται μέσα από το βιβλίο, είναι η σπουδαιότητα της τοπικότητας. Αυτό έχει σημασία, γιατί, σε πείσμα των καιρών, η πόλη της Ξάνθης επιβιώνει ως τόπος και το ΠΑΚΕΘΡΑ προσπαθεί ως έπαλξη τοπικό­τητας. Τόπος και τοπικότητα, ελάχιστα, περιφερειακά και άγνω­στα, αλλά που στέκονται και που υπάρχουν.

Κυρίες και κύριοι σας ευχαριστώ.


ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΑΠΟΛΟΓΙΑ
(Απόσπασμα από τις σελ. 235-239)

ΣΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ του ταξιδιού μου και την αποτύπωση του, βρέθηκα μπροστά σε μεγάλες προκλήσεις: στα προβλήματα της αυτογνωσίας, της παράδοσης και της ταυτότητας. Έτσι, κάνοντας ένα ταξίδι στον χώρο, κατέληξα σε ένα σύνθετο βι­βλίο και σε μια πνευματική περιπλάνηση. Εδώ, μάλιστα, συνυπάρχουν δυο βιβλία, με το δεύτερο βιβλίο να ξεπηδά μέσα από το πρώτο περιγραφικό βιβλίο καθώς αυτό γραφόταν. Σίγουρα κάτι τέτοιο δεν είναι συνηθισμένο. Με παρηγορεί η πε­ποίθηση ότι δίνεται Έτσι εδώ κάποια αφορμή για να συνειδητοποιηθούν ελάχιστα από αυτά, τα οποία σήμερα φαίνεται να απασχολούν όλους τους Έλληνες.
Όλα αυτά, λοιπόν, είναι άκρως υποκειμενικά. Κάθε τι το πολιτισμικά ιδιαί­τερο βιώνεται υποκειμενικά. Δεν είναι δυνατό να γίνει αλλιώς. Τέτοια θέματα συνηθίζεται σήμερα να μελετώνται από τις θεωρητικές επιστήμες. Ωστόσο, δεν είναι δυνατό να υπάρξει επιστημονική αντικειμενικότητα στα θέματα αυτά, αφού είναι αδύνατη η αντικειμενικότητα του μελετητή, η του παρατηρητή και αφού δεν υπάρχει αντικειμενική πολιτισμική αλήθεια. Αλλά και κάθε γνώση, που αφορά παρεμφερή ζητήματα, έχει κάποιο φανερό ή αφανές συναισθηματικό υπόβαθρο. Πρόκειται εδώ για το υποκείμενο, που η "αντικειμενική" επιστήμη δεν μπορεί να μελετήσει, χωρίς να αντικειμενοποιήσει.
Ο προσεκτικός αναγνώστης ίσως ενοχλήθηκε από τις αντιφάσεις που δια­κρίνονται σε μερικές από τις πολλές αναλύσεις, που επιχειρούνται στο βιβλίο αυτό. Γιατί είναι αποδεκτός ο ελληνικός εκσυγχρονισμός, αφού συνεπάγεται αλ­λοτριωτικά φαινόμενα; Τι είδους σχέση έχουμε με τους Τούρκους και τι είναι οι Τούρκοι, οι οποίοι περιγράφονται και αρνητικά και θετικά; Ποια θα είναι η σχέση μας με τους πολιτισμικά αμφιθαλείς με εμάς Δυτικούς, προς τους οποίους απευ­θύνονται τόσες κατηγορίες, ενώ, συγχρόνως, θεωρείται δεδομένος και αναπό­φευκτος ο συνεταιρισμός μαζί τους; Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά ίσως είναι ότι οι αντιφάσεις αποτελούν εγγενές στοιχείο της πραγματικότητας, η οποία παν­τα περιέχει μια τραγικότητα. Η ορθολογική σκέψη αγνοεί την εγγενή τραγικό­τητα των ανθρώπινων καταστάσεων και οδηγεί σε μανιχαϊσμούς, όπως οι απόλυτες στάσεις των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, της πολιτικής και των ιδεο­λογιών. Αλλά και η ίδια η διαχρονική πραγματικότητα του Νέου Ελληνισμού χαρακτηρίζεται από αντιφάσεις. Η ιστορική ύπαρξη του Νέου Ελληνισμού συνοδεύεται από μια μόνιμη κατάσταση διχασμών, ενώ οι πολιτικές και κοινωνι­κές ηγεσίες βρίσκονται σχεδόν παντα, σε διάσταση με το λαϊκό φρόνημα.
Όσον αφορά στο γράψιμο του βιβλίου, με γοητεύει ο ελληνικός τρόπος της ανάγωγης, που μας επιτρέπει να φτάνουμε, από τα απλά φαινόμενα και τις τα­πεινές εμπειρίες, στα αληθινά αισθήματα και στα ουσιαστικά βιώματα. αυτό μας το διδάξαν άλλοι ομόγλωσσοι μας ασύγκριτα αξιότεροι από μένα. δεν ξέρω αν πέ­τυχα να ακολουθήσω τις διδαχές αυτές.
Η ανάγωγη από την εμπειρία στη θεωρία αποκαλύπτει τεράστιους χώρους προβλημάτων και ερωτημάτων, τα οποία δεν είναι δυνατό να αντιμετωπιστούν από ένα πρόσωπο. Γι' αυτό, παρά τη δυσπιστία μου για τους διανοούμενους και τις ιδεοληψίες που τους τυραννούν, κατέφυγα σε κείμενα, που ήδη σε ανύποπτο χρόνο είχα διαβάσει. Τέτοια κείμενα οδήγησαν σε έκθεση αντιλήψεων και σε σχόλια για ζητήματα όπως: η παγκόσμια κυριαρχία, η κρίση ταυτότητας, η σημα­σία της πατρίδας, ο αγιασμός της φύσης, η σημασία της κοσμόπολης, ο αστικός εφιάλτης, το ιδιόμορφο, το τραγικότητα και η μοναξιά των Ελλήνων, ο Ανατολι­κός Μείζων Ελληνισμός, η έννοια της επαναβίωσης, ο επιπολιτισμός, η νεοελλη­νική αλλοτρίωση και αρκετά άλλα. Τίποτα από αυτά, λοιπόν, δεν είναι πρωτότυπο, αν και τα περισσότερα σπάνια αναφέρονται. Είναι, όμως, επιτακτικά επίκαιρα, αφού μας βοηθούν να προσεγγίσουμε το καθολικό.
Έχουμε συνηθίσει στην κατάτμηση της πραγματικότητας και στη δημιουρ­γία στεγανών χωρών, οι οποίοι ανήκουν στις αυθεντίες και στις ειδικότητες. Ο κόσμος είναι πληρέστερα κατανοητός στο μέτρο που κατορθώνουμε να τον αντι­ληφθούμε ως σύνολο. Η αντίληψη της καθολικής θεώρησης για τα πράγματα έχει ένδοξη ιστορία, όπως εκδηλώνεται στην αγορά της ελληνικής πόλης και στις βιβλιοθήκες και τις σχολές του αρχαίου κόσμου. Ακόμη, εκείνο που με ικανοποιεί στα ταξίδια αυτά και στην ανάγκη για καταγραφή τους είναι η επιβεβαίωση του ότι τα μεγάλα προβλήματα των καιρών δεν προσεγγίζονται μέσα από την πληρο­φόρηση και την ιδεοκρατία, όπως κυριαρχούν και επιβάλλονται σήμερα, αλλά σε ένα υποκειμενικό προσωπικό χώρο της εμπειρίας, ο οποίος έχει διαμορφωθεί από άγνωστους συμμέτοχους της παράδοσης μας, μετά από διαδικασίες αιώνων.




ΚΛΕΙΣΙΜΟ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗΣ
ΑΠΟ ΤΟΝ ΝΙΚΟ ΚΕΛΕΡΜΕΝΟ


Κυρίες και κύριοι,

ΦΘΑΣΑΜΕ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΕΚΔΗΛΩΣΗΣ και σας ευχαριστώ για την ευγενική σας παρουσία.
Θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμότατα όλους τους συντελεστές της αποψινής εκδηλώσεως, να αναφερθώ ιδιαιτέρως στον καθη­γη­τή κύριο Μερακλή και τον φιλόλογο κύριο Μπαλάσκα για τις εξαι­ρετικά ενδιαφέρουσες ομιλίες τους, και να ευχαριστήσω εκ μέρους της ομάδας μας του ΠΑΚΕΘΡΑ την ανώνυμη εταιρεία "Βιομηχα­νική Τεχνολογία", που χρηματοδότησε αυτό το βιβλίο. Επί­σης θα ήταν μεγάλη παράλειψή μας να μην απευθύνουμε ένα θερ­μότατο ευχαριστώ στα μέλη, στους υποστηρικτές και τους χορηγούς του ΠΑΚΕΘΡΑ˙ χωρίς τη βοήθειά τους δεν θα είχαμε κά­νει σχεδόν τίποτα. Στα σχέδιά μας και στα προγράμματά μας περιλαμβά­νονται και άλλες εκδόσεις και άλλες παρουσιάσεις. Ελπίζουμε ότι και σε επόμενες εκδηλώσεις θα μας τιμήσετε με την παρουσία σας. Τέλος, θα ήθελα να σας πως ότι έξω μας περιμένει ένα δροσερό πο­τήρι αναψυκτικού, ένα ποτήρι κρασιού για να ολοκληρώσουμε έτσι την αποψινή μας εκδήλωση και με το "τερπνόν".

Σας ευχαριστώ όλους και πάλι θερμά.

  
ΤΕΛΟΣ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου