ΣΤΟΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
ΑΘΗΝΑ, 24 ΜΑΡΤΙΟΥ 2004 – ΩΡΑ 20.00
Επιμέλεια έκδοσης: Δ. Μαυρίδης
Τυπογράφος : Μιχάλης Πασχίδης, Ξάνθη
Στοιχεία βιβλίου : Σελ. 296, χαρτί σαμουά 120 γρ.
Περιλαμβάνονται 48 φωτογραφίες σε πολυχρωμία, 3 χάρτες και 18 σχέδια.
Χορηγός : Βιομηχανική Τεχνολογία Α.Ε., Αθήνα
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗΣ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
ΤΟΥ Δ. ΜΑΥΡΙΔΗ
«ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ ΣΤΗ ΡΑΙΔΕΣΤΟ»
Στοά του Βιβλίου – 24 Μαρτίου 2004 – Ώρα 20.00
Προσφώνηση από τον Νίκο Κελέρμενο, ιατρό, μέλος του ΠΑΚΕΘΡΑ | ||
Προσφώνηση από τον Νίκο Γεννάδιο, δικηγόρο, πρόεδρο του «Συλλόγου Ξανθιωτών και Φίλων Ξάνθης». | ||
Ανάγνωση αποσπάσματος για τη σύγχρονη Κωνσταντινούπολη από τη θεατρολόγο και ηθοποιό Χριστιάννα Μαντζουράνη | ||
Παρουσίαση του βιβλίου από τον καθηγητή Μιχάλη Μερακλή | ||
Ανάγνωση αποσπάσματος εδαφίου για τους νεοφερμένους Ανατολίτες στη Ραιδεστό, από τη Χριστιάννα Μαντζουράνη | ||
Παρουσίαση του βιβλίου από τον φιλόλογο Κώστα Μπαλάσκα | ||
Ανάγνωση αποσπάσματος σχετικού με τον Ανατολικό και τον Δυτικό ευρωπαϊκό πολιτισμό, από τη Χριστιάννα Μαντζουράνη | ||
Σχολιασμός για τα θέματα του βιβλίου από τον Δημήτρη Μαυρίδη | ||
Ανάγνωση αποσπάσματος του επιλόγου του βιβλίου από τη Χριστιάννα Μαντζουράνη | ||
Κλείσιμο της εκδήλωσης από τον Νίκο Κελέρμενο |
ΠΡΟΣΦΩΝΗΣΗ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΕΛΕΡΜΕΝΟΥ
ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΘΡΑΚΗΣ (ΠΑΚΕΘΡΑ) είναι ένας πολιτιστικός φορέας με τη νομική μορφή της μη κερδοσκοπικής εταιρείας, που ιδρύθηκε το 1992 και εδρεύει στην Ξάνθη. Αποτελεί ένα οργανισμό συλλογικής δράσης προσώπων από τη Θράκη και την υπόλοιπη Ελλάδα.
Κύρια πεδία έρευνας, παραγωγής και δράσης του ΠΑΚΕΘΡΑ είναι ο ευρύτερος χώρος της ιστορικής Θράκης, η πόλη της Ξάνθης, αλλά και η γενικότερη ελληνική παρουσία, με έμφαση στον Ανατολικό Ελληνισμό. Επί πλέον, το ΠΑΚΕΘΡΑ επιδιώκει να συμβάλει στην κοινωνική πραγματικότητα, στον ζώντα πολιτισμό, την πνευματική ζωή και στην ανάδειξη και προστασία του φυσικού περιβάλλοντος της Θράκης.
Κατά τη διάρκεια των δώδεκα ετών της ζωής του ΠΑΚΕΘΡΑ, δημιουργήθηκε ένα έργο που αθροίζει είκοσι τέσσερεις εκδόσεις, ένα επιστημονικό περιοδικό, δεκάδες διαλέξεις, δεκάδες εκθέσεις, σειρές μαθημάτων και πλήθος από άλλες δράσεις και παραγωγές. Ήδη βρίσκονται υπό έκδοση οκτώ βιβλία και οργανώνεται κοινωνική και ανθρωπιστική δράση του ΠΑΚΕΘΡΑ στη νήσο Ίμβρο.
Το βιβλίο που παρουσιάζουμε απόψε αποτελεί από άποψη προετοιμασίας και ευρύτητας περιεχομένου και στόχων μία νέα αντίληψη στις εκδόσεις μας. Ο συγγραφέας Δημήτρης Μαυρίδης είναι δραστήριο μέλος του ΠΑΚΕΘΡΑ και αντιπρόεδρός του.
Όσο για την αισθητική, τη μορφή και την ποιότητα της έκδοσης, είμαστε ικανοποιημένοι γιατί βασιστήκαμε στις τοπικές δυνατότητες της Θράκης και τις αξιοποιήσαμε, τυπώνοντας το βιβλίο στην Ξάνθη.
ΠΡΟΣΦΩΝΗΣΗ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΓΕΝΝΑΔΙΟΥ
Κυρίες και κύριοι,
ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΤΟΥ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ Ξανθιωτών και Φίλων Ξάνθης «Οι Ταξιάρχαι», σας καλωσορίζω στην αποψινή παρουσίαση του βιβλίου του κυρίου Δ. Μαυρίδη. Είναι ιδιαίτερη χαρά για μας, στα πλαίσια των δραστηριοτήτων του συλλόγου μας, ο οποίος ιδρύθηκε το 1974, να προωθούμε τη συνεργασία με φορείς και συλλόγους της Ξάνθης και να προβάλουμε το έργο τους στην Αθήνα. Είναι μια προσπάθεια, που έχουμε εντείνει τα τελευταία χρόνια. Χαιρόμαστε για την ανταπόκριση που έχει και ελπίζουμε να συνεχίσουμε με τον ίδιο ρυθμό και στο μέλλον.
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα:
Ο συγγραφέας είναι αντιπρόεδρος του ΠΑΚΕΘΡΑ, έχει ζήσει στην Ξάνθη τα παιδικά του χρόνια και έχει στενούς δεσμούς με την πόλη, στον παραδοσιακό οικισμό της οποίας διατηρεί σπίτι.
Ο συγγραφέας δεν έχει μόνο γνώση τής ευρύτερης Ανατολής και των γεωγραφικών χώρων, όπου μέχρι πρόσφατα κατοικούσαν οι Έλληνες, αλλά και η απώτερη καταγωγή του ανάγεται εκεί, ενώ ο ίδιος διαθέτει βιωματική σχέση και αντίληψη για την ιστορική και την πολιτισμική παρουσία του Ανατολικού Μείζονος Ελληνισμού. Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον το ότι ο συγγραφέας δεν περιορίζεται στην καταγραφή και αποτύπωση μίας σπουδαίας ιστορικής και χαρακτηριστικής πραγματικότητας, αλλά συνδέει την ανατολική διάσταση τού Ελληνισμού με τη σύγχρονη προβληματική της χώρας μας και του λαού μας, μέσα στις προκλήσεις ενός πολύπλοκου και μεταβαλλόμενου κόσμου.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ, Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΤΑΞΙΔΙΟΥ
(Απόσπασμα από τις σελ. 23,24)
ΞΕΚΙΝΗΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ για τη Ραιδεστό ένα φθινοπωρινό πρωινό. Ο δρόμος, πηγαίνοντας δυτικά, κοντά στη θάλασσα, αγγίζει τους μαλακούς λόφους της Θράκης και περνά δίπλα από την παραλία της Προποντίδας, τη γεμάτη, σε συνεχή παράταξη, με μεγάλες ομάδες από θηριώδεις, νεόκτιστες η υπό οικοδόμηση πολυκατοικίες. Πάνω στους λόφους ξεχωρίζουν, εδώ κι' εκεί, οι πανάρχαιοι ταφικό τύμβοι που χαρακτηρίζουν την έξοχη της Θράκης. Κάθε φορά που περνώ από τον δρόμο αυτό, θυμάμαι το πρώτο μου ταξίδι εκεί, πριν είκοσι οκτώ χρόνια, πόση εντύπωση μου έκανε τότε το ολιγάνθρωπο της Ανατολικής Θράκης. Τώρα, αυτό άλλαξε με τρόπο που γεννά ανησυχητικές απορίες.
Αν λογαριάσουμε τον Βόσπορο, την ασιατική ακτή της Βιθυνίας και το οικοδομημένο μήκος της παραλίας της Προποντίδας, η Κωνσταντινούπολη απλώνεται σήμερα σε μια παράλια γραμμή με μήκος κοντά στα διακόσια τόσα χιλιόμετρα, που την κατοικούν δέκα πέντε εκατομμύρια άνθρωποι. Είναι μια κοσμόπολη, που ξεραίνει τα πάντα στο άπλωμα της, απομυζά την υπόλοιπη χώρα, καταστρέφει τα ίχνη του παρελθόντος και δημιουργεί ένα κατ' εξοχήν αντιαισθητικό νέο χώρο.
Δεν ξέρω πως αισθάνονται στις θηριώδεις πολυκατοικίες, στα περιτειχισμένα, φρουρούμενα, πολυτελή εξοχικά ή στις αυθαίρετα κτισμένες παράγκες "της νύχτας" οι νεήλυδες από την Ανατολή, που μετοικούν ταχύτατα στην Κωνσταντινούπολη και τη Θράκη, αλλά εγώ μόνο σαν εφιάλτη αισθανόμουν αυτά που έβλεπα.
Και τι άλλο από εφιάλτης μπορεί να είναι η παράταξη δεκάδων και εκατοντάδων, πανομοιότυπων κατά ομάδες, γιγαντίων πολυκατοικιών σε έκταση δεκάδων χιλιόμετρων ; Ο εφιάλτης είναι η αστική έρημος, όπου το άτομο συντρίβεται μέσα στο χωρίς τέλος καταθλιπτικό δομημένο χάος. Ο εφιάλτης είναι τα υβριστικά και απειλητικά μεγέθη˙ είναι, ακόμη, η ενοχλητική έλλειψη αισθητικής στις μάζες των άμορφων κτισμάτων, που διακόπτονται μόνο από κάποιο κατάλευκο τεράστιο τζαμί. Αυτά τα νεόκτιστα η υπό ανέγερση τζαμιά, καθώς εμφανίζονται σε κανονικά διαστήματα, γρήγορα αποκτούν μια ομοιομορφία, που εξαφανίζει την πρώτη εντύπωση των πανύψηλων μιναρέδων, που λογχίζουν τον ουρανό και τα σύννεφα.
"Καλύτερα που τελικά δεν κατόρθωσαν οι Έλληνες να αποκτήσουν την Κωνσταντινούπολη" – έγραφε ο Άρνολντ Τόυνμπη – "θα δημιουργούσαν έναν αστικό εφιάλτη που θα τους έπνιγε". Αυτό ακριβώς έγινε τώρα, εβδομήντα εννέα χρόνια μετά την είσοδο του νικηφόρου Κεμαλικού Στράτου στην Κωνσταντινούπολη. Αυτόν τον "αστικό εφιάλτη" δημιούργησαν οι ανατολίτες που ζουν τώρα εδώ. Είναι η ζοφερή εκπλήρωση του λόγου του Κεμάλ το 1929 : "Στο εξής η Κωνσταντινούπολη δεν θα κυβερνά την Ανατολία, αλλά θα πρέπει να την ακολουθεί". Η Κωνσταντινούπολη ανήκει τώρα στην Ανατολία.
Η Κωνσταντινούπολη, βέβαια, κρατά στο ιστορικό της κέντρο, τον αέρα της αυτοκρατορικής μητρόπολης με τους απεριόριστους ορίζοντες, τους μεγαλειώδεις δημόσιους χώρους και τα εντυπωσιακά μνημεία, τον κοσμοπολιτισμό της Πόλης, της πρωτεύουσας της οικουμενικής αυτοκρατορίας, τη μοναδική ομορφιά της, τη θαλπωρή της πατρίδας και τη μυστική της λάμψη ως μυθικού κέντρου της Ρωμιοσύνης. Είναι η πόλη η οποία για δέκα έξη αιώνες αποτελούσε το κέντρο του Ελληνισμού. Όμως, τη σύγχρονη μας τρίτη Άλωση, ή καλύτερα με άλλα λόγια, τον τρομακτικό δυναμισμό της Ανατολής που τραβά προς τη Δύση, δεν τον υποψιάζεται κανείς, παρά μόνο αν βρεθεί και διασχίσει τα προάστια της Κωνσταντινούπολης ή την εφιαλτική ανοικοδόμηση στις παραλίες της Προποντίδας.
Όπως σε όλο τον κόσμο σήμερα, τα εκατομμύρια των νεοφερμένων ξένων συνωθούνται και στην Κωνσταντινούπολη, κάτω από την ακατανίκητη έλξη και τη θανάσιμη ομορφιά του σαγηνευτικού δράκου της κοσμόπολης. Στην κοσμόπολη πραγματοποιείται η καταστροφή της ιδιαιτερότητας και η λήθη του παρελθόντος. Ποτέ, στη διάρκεια των χιλιάδων χρόνων της ζωής των πολιτισμών, κανείς δεν κατόρθωσε να μεταμορφώσει την οικουμένη, όπως σήμερα η δυτικοποίηση.
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΙΧΑΛΗ ΜΕΡΑΚΛΗ
ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΤΑΞΙΔΙ έκανε σχετικά πρόσφατα ο κ. Μαυρίδης: από την Κωνσταντινούπολη στη Ραιδεστό (και με μιαν εκδρομή δυτικότερα, στο Ιερό Όρος και τα χωριά και τις κωμοπόλεις του, τα Γανόχωρα)˙ ικανό ωστόσο να τον συγκλονίσει, όχι μόνο ως Έλληνα, με τις σαρωτικές αλλαγές στον όλο χώρο της διαδρομής, καθώς και στη δεύτερη σε αξία μετά την Κωνσταντινούπολη, άλλοτε βέβαια, Ραιδεστό. Το χώρο έχει γενικά κυριεύσει πια, και εδώ, η αστική πλημμύρα «Πρόλαβα, γράφει, τις ελληνικές πόλεις γύρω στο 1950, να έχουν η κάθε μία μοναδική ατομικότητα και χαρακτήρα. Η παρουσία και το θαύμα μιας χαρακτηριστικής ψυχής φαίνονταν τότε να είναι ανεξίτηλα. Θύμιζαν, εκείνη την πρόσφατη εποχή, οι ελληνικές πόλεις, τον βυζαντινό κώδικα του Ιουστινιανού, που φρόντιζε για τα κτίσματα: "ώστε διδόναι κάλλος με τη πόλει, ψυχαγωγίαν δε τοις βαδίζουσιν". Παρ΄ όλη τη φτώχεια, η ελληνική πόλη της εποχής εκείνης έδινε τέρψη στους κατοίκους της. Τέρψη, που είναι αδύνατη σήμερα μέσα στην αισθητική πενία του σημερινού αστικού περιβάλλοντος, στην έλλειψη δημόσιων χώρων και στις πρακτικές δυσκολίες, που σε κάθε βήμα μας αντιμετωπίζουμε ζώντας στη σύγχρονη ελληνική πόλη. Ο πολιτισμός ανθίζει μέσα στις πόλεις και μαραίνεται μαζί με αυτές. Το ίδιο, λοιπόν, συμβαίνει και σήμερα εδώ στην Τουρκία, την κληρονόμο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και κυρίαρχο της Ανατολής».
Και βέβαια, το ίδιο συμβαίνει, όπως είπα, και στη Ραιδεστό, όπου υπήρχε και το σπίτι του παππού του. «Ψάχνοντας μέσα στα οικόπεδα και αλάνες, δίπλα θλιβερές πολυκατοικίες και σε ξεχαρβαλωμένα χαμόσπιτα, ανάμεσα σε μισογκρεμισμένους τοίχους και χαλάσματα, ανάμεσα σε μισογκρεμισμένους τοίχους και χαλάσματα, μπάζα και σκουπίδια», άρχισε να ανακαλύπτει κάποιο παλαιότατο σχέδιο, «πάνω στο οποίο κτίζονται και ξανακτίζονται κατοικίες, αφού τα περιγράμματα των δρόμων παραμένουν αναλλοίωτα». Έτσι προέκυψε ο σχεδιασμένος από τον ίδιο και το συνεργάτη και φίλο του κ. Αϊβαλιώτη χωροταξικός χάρτης της Ραιδεστού. Με τη βοήθεια εξάλλου και μιας φωτογραφίας του 1922 ανακάλυψε το ξύλινο σπίτι του παππού, με ρίγος ψυχής. «Στέκεται άθικτο σαν από θαύμα, μας λέει, μέσα στη γειτονιά που κάηκε κι αυτή μαζί με τον Φραγκομαχαλά πριν πολλά χρόνια». Οι τωρινοί ένοικοί του, τον δέχθηκαν ευγενικά, η περιγραφή που κάνει του χώρου και μαζί της δικής του εσωτερικής αντίδρασης, είναι τέτοια που αξίζει ή και πρέπει να την ακούσετε, γιατί οδηγεί και στο κέντρο αυτού που αναζητεί και είναι, όπως και ο υπότιτλος του βιβλίου μαρτυρεί: η νεοελληνική ταυτότητα. «Ξανααισθάνθηκα, καθώς καθόμουν εκεί στο παλιό σαλόνι του παππουδικού μου σπιτιού, και μέσα στο ημίφως του δειλινού, μία ευχάριστη θλίψη, τη γνήσια ρωμαίικη χαρμολύπη. Ένα συναίσθημα, που σήμερα με τη συνεχή κίνηση, τον θόρυβο των αυτοκινήτων και τη μόνιμη παρουσία της τηλεόρασης, δυστυχώς γεννιέται σπάνια. Τα ψηλοτάβανα αυτά κτήρια με τα πολύχρωμα τζάμια στο υπέρθυρο της εισόδου, τον φωτισμό με τη λάμπα πετρελαίου, με κεριά ή με αχνούς γλόμπους, ταιριάζουν στην αίσθηση αυτής της ευχάριστης θλίψης, που συνήθως απλώνεται το σούρουπο μετά την καφέ και μέσα στο ημίφως και τη σιωπή ή τις ψιθυριστές ομιλίες. Θυμάμαι τέτοια δειλινά στις προσφυγικές γειτονιές της Καβάλας ή της Ξάνθης, όταν αργά το απόγευμα, μετά τη δουλειά, η θλίψη των σκληρών βιωμάτων και η άφατη νοσταλγία για τον χαμένο κόσμο της νιότης και της πατρίδας, ξετυλίχθηκαν μαζί με μία ανέκφραστη ελπίδα. Αυτή η παράδοξη χαροποιός ελπίδα μέσα στη θλίψη της υπαρξιακής απογοήτευσης, αυτή η χάρη που μας επιτρέπει να "ανυψούμεθα ταπεινωμένοι", είναι ένα από τα πολύτιμα στολίδια της ιδιότροπης παράδοσής μας».
Ο κ. Μαυρίδης αναζητεί τη νεοελληνική ταυτότητα ταξιδεύοντας σε τόπους εκτός Ελλάδας, που όμως ήταν, άλλοτε, έως, σχεδόν πρόσφατα, ελληνικοί. Διόλου ως μεγαλοϊδεάτης, με την τρέχουσα, καταχρηστική και φθαρμένη έννοια (και εξαιτίας μιας άκριτης, απόλυτης υπονόμευσης που επιχειρήθηκε)˙ ο ίδιος πιστεύει «ότι ο νεοελληνικός εθνικισμός είναι μία παθολογία της Μεγάλης Ιδέας, η οποία υπάρχει έξω από στενόκαρδους εθνικισμούς». Και πάντως: από τα ερείπια ενός χαμένου ελληνισμού, πάνω στα οποία χτίζεται ένας κόσμος (που, σημειωτέον, εξελίσσεται σε ολοένα λιγότερο, επίσης, τουρκικό) αντλεί στοιχεία που τον βοηθούν να συνειδητοποιήσει το τι είμαστε. «Οι συζητήσεις για το αν ανήκουμε στη Δύση ή στην Ανατολή μας αλλοτριώνουν. Γιατί είμαστε μόνον αυτό που είμαστε. Δεν ανήκουμε ούτε στη Δύση, ούτε ανήκουμε στην Ανατολή, ούτε βρισκόμαστε ανάμεσά τους. Ανήκουμε μόνο σε αυτό πού είμαστε» −γράφει. Και θα πρόσθετα εγώ, ότι εκεί, στην Ανατολή, ο ελληνισμός βοηθιόταν στο να αφομοιώνει σωστά και τη Δύση, μια διαδικασία που, βέβαια στα μέτρα των εποχών, είχε αρχίσει από τους χρόνους, τους αιώνες του Βυζαντίου, το οποίο άλλωστε ο κ. Μαυρίδης θεωρεί αναγκαίο να συνυπολογίζουμε στην αναζήτηση της ταυτότητάς μας (η αγνόησή του, η απόρριψή του, συμβάλλει στην κρίση ταυτότητας που έχουμε). Οπωσδήποτε από τις πιο ουσιαστικές και βαθιά αισθαντικές σελίδες, ως προς το κύριο και το καίριο που αναζητείται, είναι αυτές όπου γίνεται λόγος για την παλιά κωμόπολη Περίσταση. Και τελειώνουν με τις εξής δύο παραγράφους: «Τα τελείως πρόσφατα κοσμοϊστορικά γεγονότα: η κρίση των ιδεολογιών, η απαξίωση των ουτοπιών, η κυριαρχία της παγκοσμιοποίησης και της κομφορμιστικής πληροφόρησης, η επιβολή της δυτικοποίησης, η αμφισβήτηση της ιδέας της ανάπτυξης και οι γύρω μας εθνικισμοί, δημιουργούν συνθήκες συνείδησης της κρίσης ταυτότητας του Ελληνισμού, μέσα από την καθολική του κρίση.
»Η προσωπική μου αυτή διανοητική εμπειρία δεν είναι άσχετη προς τα ρεύματα που διαπερνούν την ελληνική κοινωνία. Μου φαίνεται ότι η παρούσα φάση της διαχρονικής μας κρίσης ταυτότητας πλησιάζει σε αποφασιστική καμπή. Η προσέγγισή μας σε μία κατάσταση αυτογνωσίας, βοηθούσης της οικονομικής μας ανάπτυξης, ίσως, παρά τη γεωγραφική και τη δημογραφική μας συρρίκνωση, μας οδηγήσει στο να ξεπεράσουμε τα μεγάλα προβλήματα που σήμερα αντιμετωπίζουμε. Μία τέτοια προοπτική θα έχει μεγάλη σημασία για μας ως ιστορικό λαό, αλλά και μακρύτερα από μας. "Εν τω γένει των Ελλήνων η σοφία βασιλεύει"».
Με τις φράσεις αυτές κλείνει το πρώτο μέρος του βιβλίου (ας πούμε κατά σύμβαση: το περιγραφικό του ταξιδιού), το οποίο όμως συμπληρώνεται με δύο παραρτήματα 150 σελίδων, καθώς και χρήσιμο χρονολογικό πίνακα, συστηματική αναφορά στις πηγές που χρησιμοποιήθηκαν, εξήγηση των σημασιών των όρων, διεξοδικότατα ευρετήρια προσώπων και ονομάτων.
Όσον αφορά τα δύο αυτά παραρτήματα, θα μπορούσαν να αποτελέσουν και δύο αυτοτελή βιβλία με την πληρότητα των στοιχείων που περιέχουν, αλλά η διάταξη αυτή του όλου σε τρία επίπεδα το καθιστά πιο ευάγωγο και ευανάγνωστο, ενώ υπάρχει ακόμα και η προσφύης πρόθεση να επανέρχεται ο αναγνώστης, με διαφορετικό τρόπο, στα κορυφαία ζητήματα που τίθενται και εξετάζονται.
Έτσι το πρώτο παράρτημα, "Φωτογραφίες με υπομνήματα και σχέδια" με συχνά σπανιότατες, αλλά και αλλιώς σημαντικές φωτογραφίες, φωτίζουν, με τον ανάλογο σχολιασμό, την ιστορία και κυρίως το πολιτιστικό παρελθόν των αστικών χώρων, με την κοινωνική και πνευματική δράση και ακτινοβολία (δημιουργία συλλόγων με στόχο την παιδεία από τις κοινότητες κ.λ.π.).
Το δεύτερο παράρτημα, "Αναγωγή από την εμπειρία στη θεωρία και σημειώσεις", διευρύνει και εμβαθύνει σε σκέψεις και παρατηρήσεις που έγιναν στο κυρίως μέρος ως αντίδραση στα ερεθίσματα που προκάλεσε η περιήγηση του χώρου. Είναι ένα κομμάτι που θα όφειλαν να προσέξουν όλοι, όσους απασχολεί το ζήτημα της εθνικής ταυτότητας αλλά και της εξέλιξης του πολιτισμού εν γένει, σήμερα. Με σεμνότητα αλλά και με πατριωτικό και ανθρωπιστικό ζήλο γράφει ο κ. Μαυρίδης προς το τέλος: «Η αναγωγή από την εμπειρία στη θεωρία ανακαλύπτει τεράστιους χώρους προβλημάτων και ερωτημάτων, τα οποία δεν είναι δυνατό να αντιμετωπισθούν από ένα πρόσωπο. Γι’ αυτό, παρ’ όλη τη δυσπιστία μου για τις διανοούμενες και τις ιδεοληψίες που τους τυραννούν, κατέφυγα σε κείμενά τους που ήδη σε ανύποπτο χρόνο είχα διαβάσει. Τέτοια κείμενα οδήγησαν σε έκθεση αντιλήψεων και σε σχόλια για ζητήματα όπως: η παγκόσμια κυριαρχία, η κρίση ταυτότητας, η σημασία της πατρίδας, η σημασία του ιερού, η σημασία του μυστικού, η έννοια της μεταφυσικής, ο αγιασμός της φύσης, η σημασία της κοσμόπολης, ο αστικός εφιάλτης, το ιδιόμορφο, το τραγικό και η μοναξιά των Ελλήνων, η ελληνική παράδοση, ο Ανατολικός Μείζων Ελληνισμός, η χαρμολύπη, η έννοια της επαναβίωσης, ο επιπολιτισμός, η νεοελληνική αλλοτρίωση και αρκετά άλλα. Τίποτα από αυτά, λοιπόν, δεν είναι πρωτότυπο, αν και τα περισσότερα σπάνια αναφέρονται. Είναι, όμως, επιτακτικά επίκαιρα, αφού μας βοηθούν να προσεγγίσουμε την πραγματικότητα και το καθολικό».
Κατατίθενται σκέψεις και ιδέες που προκαλούν για παραπέρα εμβαθύνσεις. Δίνω ένα δύο παραδείγματα. Μιλώντας για τη διαφορά ανάμεσα στην πόλη και τη σύγχρονη, εξαπλωμένη από την υφήλιο κοσμόπολη, όπου «επιβάλλεται μια απρόσωπη λειτουργικότητα, ως δεσμός ανθρώπου και τεχνικής» αναφέρεται σε υποσημείωση και σε κάτι οικείο, που νοιώθουμε κιόλας πολύ να μας κολακεύει: «…το νέο αεροδρόμιο, η πύλη δηλαδή της ξακουστής πόλης της Αθήνας και όλης της πασίγνωστης για τον πολιτισμό και την ιστορία της Ελλάδας, δεν διαθέτει κανένα ιδιαίτερο πολιτιστικό ή αισθητικό χαρακτήρα., σε πείσμα των ελληνικών παραδόσεων. Δεν υπάρχουν σύμβολα ή στοιχεία ταυτότητας. Πού, τέλος πάντων, φθάνει ο ταξιδιώτης; Βρισκόμαστε σε ένα δημόσιο χώρο χωρίς αρχιτεκτονική και ύφος, με αποκλειστικά λειτουργικό και διεθνιστικό χαρακτήρα». Θα παρατηρούσα πως και όταν, δήθεν, χρησιμοποιούνται σύμβολα ή στοιχεία ταυτότητας, "πλαστικοποιούνται", αποβάλλουν οποιοδήποτε πραγματικό στοιχείο ταυτότητας, εξουδετερώνονται κυριολεκτικά: παράδειγμα κωμικοτραγικό ο Φοίβος και η Αθηνά των ολυμπιακών αγώνων, που θα μπορούσαν, αν υπήρχε κάποια συνείδηση και ευαισθησία παράδοσης, να έχουν φιλοτεχνηθεί με τις μοναδικές γραμμές και φιγούρες της αρχαίας αγγειογραφίας κι όχι ως τετριμμένες, ανούσιες καρικατούρες ενός κακού Γουώλτ Ντίσνεϊ.
Ο κ. Μαυρίδης υποστηρίζει το ασύμπτωτο δυτικού ευρωπαϊκού και ελληνικού πολιτισμού. Διαβάζω μεταξύ άλλων: «Όσοι πιστεύουν ότι οι Έλληνες είμαστε το ίδιο με τους δυτικούς Ευρωπαίους δεν έχουν παρά να ρίξουν μια ματιά στους γοτθικούς ναούς της καθολικής και προτεσταντικής Ευρώπης. Εκεί, είναι χαρακτηριστική η λατρεία του άπειρου, του άπιαστου, του άμετρου, του υπερβολικού. Ο βέβηλος και άκρατος δυναμισμός της δυτικοευρωπαϊκής ψυχής δεν έχει καμιά σχέση με την προσέγγιση στους εξαίσιους χώρους των ουρανών, την οποία η Ανατολική Χριστιανοσύνη πραγματοποίησε παντού, από τα ταπεινά εξωκλήσια της ελληνικής γης έως τα μεγαλεία της Αγίας Σοφίας και της μονής της Χώρας των Ζώντων. Τα μέγιστα αυτά κατορθώματα δημιουργήθηκαν με μία τεχνολογία που δεν έχει και αυτή σχέση με τη δαιμονική, αλαζονική τεχνολογία των Δυτικών, που σήμερα απειλεί όλους μας, ως όργανο και έκφραση της παγκόσμιας κυριαρχίας.» Ειδικά η ενότητα 17 του δεύτερου παρατήματος, με τον τίτλο: "Δυτικός και ανατολικός ευρωπαϊκός πολιτισμός", θ΄ άξιζε ν' αποτελέσει την αφετηρία μαθημάτων σε νέους που σπουδάζουν και μελετούν ζητήματα του πολιτισμού και του πολιτισμού μας, ακόμα και χάρη στις αντιδράσεις που θα μπορούσε να προκαλέσει σε επιμέρους θέσεις, όπως για τη δυτική μουσική, τη σύγχρονη "αγγλοσαξονική" ειδικότερα, που ενθουσιάζει ειδικότερα της νεότερες γενιές.
Οπωσδήποτε, όσον αφορά την "κρίση ταυτότητα στην Ελλάδα", (θέμα στο οποίο επίσης αφιερώνει και ξεχωριστή ενότητα, πάντα στο δεύτερο επίμετρο), χωρίς να παραβλέπει και να υποτιμά τίποτα απ' όσα την προκαλούν (έχει άλλωστε την ευκαιρία να πει επανειλημμένα, ότι η κρίση ταυτότητας δεν αφορά, στις μέρες μας, μόνο την Ελλάδα), είναι αισιόδοξος: «Η κρίση ταυτότητας στην Ελλάδα συμβαδίζει με την έντονη αλλοτρίωση των μορφών, των πρακτικών και των εκδηλώσεων της ελληνικής ζωής, και υφίσταται διότι ο πυρήνας του ελληνικού πολιτισμού, του ελληνικού ήθους, και της ιστορικότητας του ελληνικού έθνους, αντιστέκεται με πείσμα και παραμένει σχετικά άθικτος, κάτω από ποικίλες και ποικιλόμορφες μεταλλάξεις και διαφοροποιήσεις των μορφών και των επιφαινομένων. Ωστόσο, κατά τις τελευταίες δεκαετίες, υποβαθμίζονται και περιθωριοποιούνται σταθερά οι πολιτιστικές μας ιδιαιτερότητες με την κυριαρχία και την επιβολή των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης. Είναι πολύ παρήγορο το ότι στην κατάσταση αυτή αρχίζει να υπάρχει αντίδραση.
»Η Ελλάδα δεν είναι σήμερα η χώρα, όπου αυτό που περιλαμβάνει η έννοια του "παραδοσιακού" είναι καθοριστικό στις καθόλου προσανατολισμούς, ούτε είναι η χώρα όπου το "παραδοσιακό" εμφανίζεται ως ουσιαστικό στοιχείο της καθημερινότητας. Μπορούμε ίσως να συμπεράνουμε ότι ο εκσυγχρονισμός και η προσαρμογή είναι μία από τις κυρίαρχες ιδεολογίες. Αυτό όμως, μάλλον θα ήταν εύκολο συμπέρασμα. Κάτω από τα επιφαινόμενα και πέρα από τα λεγόμενα, υπάρχει πάντα και παντού, ζώσα και παρούσα, μια ιδιαίτερη πολιτισμική πραγματικότητα».
Θα δώσω ακόμα ένα παράθεμα, από την επίσης σημαντική ενότητα "Επιστήμη, Εθνικισμός και Ιδεολογία", δηλωτικό των δυσχερειών του παρόντος: «Μαζί με την εγκατάλειψη της κλασικής παιδείας και τη στροφή των σημαντικών χωρών της Δύσης στη χρησιμοθηρική και εργαλειακή εκπαίδευση μεταλλάσσονται και οι επιστημονικές επιδιώξεις. Στην εγκατάλειψη της κλασικής παιδείας ακολουθεί η Ελλάδα, τρέφοντας την κρίση ταυτότητας που μας τυραννά. Η επιστήμη και η έρευνα παίρνουν μία συμβατή και βοηθητική του συστήματος διαχείρισης του πλανήτη και εντάσσονται στον κρατικοοικονομικό σχεδιασμό. Οι αξίες δεν έχουν θέση, αλλά σχετικοποιούνται μέσα σε εργαλειακές μεθόδους για να εξυπηρετούν το σύστημα της οικονομικοπολιτικής επιβολής. Είναι μία μορφή ολοκληρωτισμού και μία πάγια τακτική του Αμερικανισμού».
Παρά ταύτα είναι τελικά, ξαναλέω, αισιόδοξος. Μήπως είναι, λοιπόν, ένας ρομαντικός κυνηγός χιμαιρών; Δεν θα πρέπει να σπεύσουν να αντιδράσουν απαξιωτικά οι άσπονδοι επικριτές "κοσμοπολίτες διανοούμενοι" πολέμιοι τέτοιων στάσεων. Η ασφαλής ρεαλιστική τοποθέτηση του κ. Μαυρίδη, −που προτείνεται και για μιαν ευρύτερη και ουσιαστικότερη συζήτηση,− καταδεικνύεται και στην ενότητα με το θέμα: "Η ελληνική πραγματικότητα και ο εκσυγχρονισμός", όπου το θέμα αυτό εξετάζεται και εν σχέσει προς τη σύγχρονη "τουρκική πραγματικότητα" που είναι και αντικείμενο κατ' ιδίαν εξετάσεως. «Δυστυχώς ζούμε, γράφει, τα συμπτώματα μιας εξέλιξης, όπου συνεχώς χάνουμε έδαφος, συγκρινόμενοι με τη γειτονική χώρα, με την οποία βρισκόμαστε σε αντιπαράθεση. Εμείς διολισθαίνουμε σε ένα παρασιτικό καταναλωτισμό, αυτοί δημιουργούν μία παραγωγική βάση. Εμείς δεν μπορούμε να παράγουμε σύγχρονα προϊόντα ανταγωνιστικά, αυτοί δημιούργησαν μίας εξαγωγική βιομηχανία, παρόλα τα προβλήματά της. Η κατάπτωση των παραγωγικών δραστηριοτήτων στην ελληνική οικονομία αντικατοπτρίζεται στον μαρασμό των ελληνικών εξαγωγών. Ενώ, πριν τριάντα χρόνια, οι τουρκικές εξαγωγές αντιπροσώπευαν μόνο κλάσμα των αντίστοιχων ελληνικών, σήμερα είναι πέντε φορές μεγαλύτερες, με συμμετοχή βιομηχανικών προϊόντων 80%(!). Μιλούσαμε για "στρεβλή ανάπτυξη" και κατασπαταλήσαμε τεράστιους πόρους χωρίς να επιτύχουμε κανενός είδους ανάπτυξη, εκτός από τους καταναλωτικούς δείκτες. Καταναλώσαμε πόρους που δεν προέρχονται από τον δικό μας μόχθο. Το δημόσιο χρέος της χώρας αυξάνεται με γρήγορους ρυθμούς, χωρίς να γίνονται παραγωγικές επενδύσεις. Καταλήξαμε σε μία οικονομία κακής ποιότητας υπηρεσιών και αγνοήσαμε τη σωστή, ποιοτική, παραγωγή αγαθών. Η πιο πρόσφατη μάλιστα εξέλιξη είναι η υιοθέτηση των μορφών της παγκοσμιοποιημένης φιλελευθεροποίησης: μία χρηματοπιστωτική οικονομία, όπου οι παραγωγοί έχουν περιθωριακή θέση».
Κυρίες και κύριοι,
Υπάρχουν περιστάσεις, και στη ζωή των λαών, όπου η μόνη ρεαλιστική λύση −με την έννοια της παροχής της δυνατότητας να διασωθεί κάτι ουσιώδες που κινδυνεύει να χαθεί απ' τη ζωή τους, όπως είναι η ιδιαιτερότητά τους,− η μόνη, λέω, ρεαλιστική λύση είναι αυτή που φαίνεται και, καταρχάς και καταρχήν, είναι ρομαντική και ουτοπική: εν προκειμένω η προσαρμογή, όπως λέει ο κ. Μαυρίδης, των ιδιομορφιών μας, δηλαδή η οργανική, ζωντανή, που δεν θα τις απεμπολήσει, ένταξή τους, στο σύγχρονο κόσμο. Αναρωτιέται: «Πώς είναι δυνατό να γίνει αυτό; Μήπως είναι ανέφικτο; Μήπως είναι αίτημα αντιφατικό;» Ο ίδιος απαντάει: «Σίγουρα ένα τέτοιο αίτημα χρειάζεται μία μεγάλη και ουσιαστική προσπάθεια αυτογνωσίας, όχι λιγότερο από όσο χρειάζεται και μία προσπάθεια εθνικής δημιουργίας».
Ευχαριστώ
ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΚΑΤΟΙΚΟΥΝ ΣΤΗ ΡΑΙΔΕΣΤΟ ΣΗΜΕΡΑ
(Απόσπασμα από τις σελ. 38-40)
ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ, δεν βρήκα στη Ραιδεστό κανέναν, από όσους τυχαία ρώτησα, ο οποίος να κατάγεται από το μέρος αυτό. Μαζεύτηκαν πολύ πρόσφατα, και συνεχίζουν να μαζεύονται, από μακρινά μέρη της Ανατολής. Πολλοί πάλι, κρατούν από τους ανταλλάξιμους και τους πρόσφυγες της Σερβίας, της Βουλγαρίας και της Μακεδονίας, οι οποίοι είχαν τραβήξει τα ίδια και χειρότερα με τους δικούς μας πρόσφυγες. Είναι παντού καταφανής η έλλειψη εσωτερικής συνοχής των νεήλυδων με τον χώρο στον οποίο τώρα κατοικούν. Υπάρχει η γνώριμη αίσθηση της μη μονιμότητας, του ανεκπλήρωτου, του ελλιπούς και της νοσταλγίας χωρίς αντικείμενο. στην Ελλάδα, σε πρώτη ευκαιρία, αδειάζουν οι μεγάλες πόλεις για τα χώρια, που επισκευάστηκαν και ξανακτίστηκαν για τον λόγο αυτό. Στην Τουρκία τέτοιες γέφυρες με τις ρίζες είναιδύσκολες. στον διάχυτο αυτόν ψυχισμό πρέπει να επιδρά και η νομαδική καταγωγή των Τούρκων. Το να κατοικούν κάπου δεν φαίνεται να θεωρείται ως κάτι μόνιμο.
Στις πρόσφατα κτισμένες, νέες εκτεταμένες περιοχές της πόλης, υπάρχει μια πλήρης και εμφανής αναντιστοιχία του δομημενου προς το ανθρωπινο περιβαλλον. Τα τεραστια κτηρια, τα δημοσια εργα και οι παντοειδεις δυτικοτροπες αναπτυξεις, δεν φαίνεται να έχουν σχέση προς την αλλοτριωμένη άχρωμη μάζα των ανατολιτών και των οικονομικώς περιθωριοποιημένων ημιαστών, οι οποίοι γεμίζουν τους χώρους. Ο χώρος των ανθρώπων φαίνεται να βρίσκεται αλλού, να είναι κρυμμένος και άγνωστος. Οι άνθρωποι μοιάζουν σαν να έρχονται από μακριά και κάπου έξω από την πραγματικότητα των επιφαινομένων. Ποιοι δημιούργησαν τον δομημένο αυτό χώρο; Στην αναπτυγμένη Δύση και τον υποανάπτυκτο Τρίτο Κόσμο, ο χώρος εμφανίζεται με ενάργεια ως δημιούργημα των ανθρώπων, που βρίσκονται και απαντώνται εντός του. Στις μεγάλες πόλεις εδώ, υπάρχει μια έντονη αντανάκλαση της αλλοτρίωσης των ατόμων στους δομημένους χώρους.
Η έλλειψη εσωτερίκευσης του χώρου φαίνεται, επίσης, στη μιζέρια και στη θλίψη του αστικού περιβάλλοντος, καθώς και στην ασαφή ανησυχία, που σχετίζεται με ό,τι ονομάζουμε κρίση ταυτότητας.
Η έλλειψη μυστικής σύνδεσης με τον χώρο και το παρελθόν, είναι, βέβαια, ένα σημαντικό μεταφυσικό πρόβλημα, που συναντάται σε πολλούς λαούς στα χρόνια μας. "Η έλλειψη πατρίδας γίνεται ένα παγκόσμιο πεπρωμένο".
Στάθηκε αδύνατο να διαπιστώσω επιβίωση της μνήμης της ελληνικής παρουσίας στην πόλη της Ραιδεστού σε όσους ρώτησα η κουβέντιασα. Η σύγχυση και η ακύρωση της ιστορικής διάστασης είναι πλήρεις. Το παρελθόν δεν υπάρχει. Αρκετοί από όσους κουβέντιασα με ρώτησαν : "Γιατί φύγαν οι δικοί σου απ’ εδώ;"
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΩΣΤΑ ΜΠΑΛΑΣΚΑ
ΑΠΟ ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΖΩ τον Δ. Μαυρίδη – και τον γνωρίζω από τα εφηβικά χρόνια –, θαύμαζα το εύρος των ενδιαφερόντων του και την άνεση με την οποία τα υπηρετούσε. Μπορούσε π.χ. να δίνει μια διάλεξη για τον Καντ ή για τον Έγελο και την επομένη να δίνει εξετάσεις στο Πολυτεχνείο στη Μηχανική. Αργότερα, τον έβλεπα με την ίδια άνεση να συνδυάζει μια άκρως επιτυχημένη επιχειρησιακή δραστηριότητα στην εταιρεία του, τη «Βιομηχανική Τεχνολογία», με τη συγγραφή βιβλίων για τα «Υδραυλικά Συστήματα» και με τη μελέτη φιλοσοφικών και ιστορικών συγγραμμάτων. Στο σπίτι του ο δικός του χώρος είναι εργαστήριο ενός ερευνητή, μελετητή, συλλέκτη, συγγραφέα.
Καθόλου δεν με επέπληξε λοιπόν, όταν άρχισε να ασχολείται συστηματικά με το ΠΑΚΕΘΡΑ στην Ξάνθη και να πρωτοστατεί στις δραστηριότητες και στις εκδόσεις του, ή όταν μου έδειξε το νέο βιβλίο που ετοίμαζε: «Από την Κωνσταντινούπολη στη Ραιδεστό». Ήξερα ότι τα τελευταία χρόνια στον ελεύθερο χρόνο του: «πιο συχνά με βρίσκεις στην Κωνσταντινούπολη παρά στην Αθήνα», μου έλεγε.
Πρόσφυγας δεύτερης γενιάς από τη Ραιδεστό, μεγαλωμένος στην Ξάνθη, είχε αρχίσει να σκάβει τις ρίζες του. Οι αφηγήσεις του πατέρα, του θείου, της θείας γύρω στο 1950, όταν οι μνήμες ήταν ακόμα νωπές και οι άνθρωποι ζούσαν και περιέφεραν τις εμπειρίες του, είχαν σημαδέψει την ψυχή του παιδιού και είχαν συγκροτήσει το μύθο της χαμένης πατρίδας. Όταν όμως είσαι παιδί, δεν τα καταλαβαίνεις όλα ούτε μπορείς να τα εκτιμήσεις σωστά. Όταν μεγαλώσεις και θέλεις να ρωτήσεις, δεν υπάρχουν πια δυστυχώς οι άμεσες πηγές της πληροφόρησης. Τότε καταφεύγεις στη βιβλιογραφία, στη συλλογή υλικού και τελικά στην επιτόπια έρευνα, στην αυτοψία για να βρεις ό,τι απόμεινε και να δώσεις την ερμηνεία σου συνδέοντας τη σύγχρονη πραγματικότητα με το βιωμένο μύθο, και αναβιώνοντας. Αρχίζεις με την επιθυμία να σώσεις από τη λήθη. Ο Μαυρίδης άρχισε τη συλλογή φωτογραφιών και ντοκουμέντων. Με το συλλεκτικό πάθος που τον διακρίνει, ανακάλυψε, ψάχνοντας στα παλαιοπωλεία της Αθήνας και της Κωνσταντινούπολης, σπάνιες και ενίοτε μοναδικές φωτογραφίες, επιστολικά δελτάρια, χάρτες και άλλα στοιχεία της περιοχής και της εποχής, πλουτίζοντας παράλληλα τη βιβλιοθήκη του με όλη τη σχετική ελληνική και ξένη βιβλιογραφία.
Ύστερα έρχεται το ταξίδι, ένα ταξίδι νόστος και νέκυια, που μαζί με την αναβίωση κινεί τον προβληματισμό και το στοχασμό. Γεννιέται έτσι η ιδέα της συγγραφής ενός οδοιπορικού, που να συνοδεύεται από το συγκεντρωμένο ήδη εικαστικό υλικό και να ακουμπήσει στο έτοιμο συναισθηματικό υπόβαθρο. Συγχρόνως, όμως, αρχίζουν να ξεπηδούν οντολογικά ερωτήματα για το νέο ελληνισμό και υπαρξιακά ερωτήματα του ίδιου του συγγραφέα: ποιος είμαι; γιατί κάνω αυτό το ταξίδι; Όχι βέβαια για τουρισμό, αυτό είναι σίγουρο, τι δουλειά έχει εδώ ο τουρισμός. Είναι ταξίδι ψυχής (όχι αναψυχής), ταξίδι αναβίωσης, ταξίδι αυτογνωσίας, αναζήτησης της προσωπικής και της νεοελληνικής ταυτότητας.
Το βιβλίο αρχίζει να μπαίνει σε μεγάλα βάθη, η περιγραφή «πυκνώνει» καθώς τα πράγματα γίνονται σύνθετα, η πραγματικότητα αναδύεται ως μωσαϊκό και ως παλίμψηστο. Ο τόπος δεν είναι απλώς η γενέθλια γη των προγόνων, δεν είναι η χαμένη πατρίδα και το σπίτι του παππού στα «Μνηματάκια» της Ραιδεστού πού, αναλλοίωτο έκτοτε, το κατοικούν τούρκικες οικογένειες. Ο τόπος γίνεται γεωμετρικός τόπος με πολλά σημεία, που έχουν κοινές ιδιότητες αλλά και πολλές αντιφάσεις. Ο στοχασμός ανοίγει πανιά, ψηλαφεί τα επίπεδα της πραγματικότητας, ανιχνεύει τη στρωματογραφία της.
Το 1922 είναι μια μεγάλη τομή, τόσο για την Ελλάδα (που εγγράφεται ως «καταστροφή») όσο και για την Τουρκία (που εγγράφεται ως «απελευθέρωση»). Τίποτε πια δεν θα είναι όπως πριν. Η κρίση ταυτότητας θα σημαδέψει και τις δυο χώρες, που θα πρέπει, ωστόσο, εκούσες - άκουσες, να συνυπάρξουν και να συμπορευτούν. Πως όμως; Τα προβλήματα είναι πολλά και ποικίλα: εμείς, «μικρή χώρα με μεγάλες ιδέες», εμπεδώνουμε το δυτικό δρόμο μας, το έστω μοναχικό και με το βίωμα της Ανατολής ακοίμητο. Αυτοί, χώρα μεγάλη, πολυεθνική και πολυπληθής, που προσπαθεί, ως κράτος, να γεφυρώσει τις τρομερές αντινομίες της, με το μυθικό γκρίζο λύκο να την οδηγεί δυτικά στην Κωνσταντινούπολη και στα παράλια της Μικρασίας, που τότε είμασταν εμείς. Πιο δυτικά σήμερα, είμαστε πάλι εμείς. Αίσθημα απειλής; Για τον Μαυρίδη ναι. «Κινείται γαρ η έχθρα τω πλήθει και τα έθνη μάχεται καθ’ ημών˙ και τις ο βοηθήσων ημίν;» Μήπως αυτή η μεγάλη χοάνη που λέγεται Ευρωπαϊκή Ένωση; Το 1922 δεν επιτρέπει αυταπάτες. Μόνοι μας θα πρέπει να βοηθήσουμε τους εαυτούς μας.
Με τέτοια και άλλα συναφή ερωτήματα αναβράζοντα, το βιβλίο κατέληξε τρίπτυχο: Το πρώτο μέρος (το κυρίως βιβλίο) είναι το «οδοιπορικό» με πολλές στάσεις και στροφές, που απλώνεται σε τέσσερα κεφάλαια: γύρω από την Κωνσταντινούπολη και στα θρακικά παράλια της Προποντίδας, στη Ραιδεστό (τη χαμένη πατρίδα) στο Ιερό Όρος και στα Γανόχωρα. Οι πληροφορίες, πλούσιες και συνοπτικές, παραπέμπουν με σημειώσεις στο δύο Παραρτήματα που ακολουθούν. Το πρώτο Παράρτημα περιλαμβάνει 48 φωτογραφίες σχολιασμένες αναλυτικά – όχι με απλές λεζάντες. Εδώ, εικόνα και λόγος μαζί, βοηθούν την καλύτερη κατανόηση γι’ αυτό που ήταν και που εξακολουθεί να σημαίνει. Στο 2ο Παράρτημα ο συγγραφέας προεκτείνει την εμπειρία του σε θεωρία με στοχαστικές «σημειώσεις» πάνω στα ζητήματα που προαναφέραμε και σε άλλα πολλά. Ζητήματα θεωρητικά, που αναπτύσσονται αυτοτελή, που είναι φαινομενικά ετερόκλητα, αλλά όλα μαζί συγκλίνουν προς ένα κέντρο: την ανίχνευση και ανεύρεση της σημασίας, της ερμηνείας, της ένταξης των καθ΄ έκαστον στο καθόλου, κατ’ Αριστοτέλη, δηλαδή των επιμέρους στο γενικό πλαίσιο που τα συνέχει, ως προβλήματα πάντως και όχι ως λύσεις, και πάντα σε μια ελληνοκεντρική οπτική, που δεν έχει καμιά σχέση με εθνικισμούς και που τη χρωματίζει μόνο η έγνοια και ο καϋμός της Ρωμιοσύνης ως οντολογικό - υπαρξιακό βίωμα, που κινεί έναν ευρύτερο γεωπολιτικό στοχασμό και μπορεί να μας βοηθήσει να σταθμίσουμε τη ζωή μας: «οιάκισμα προς στάθμην βίου». Το περιγραφικά αφηγηματικό οδοιπορικό (1ο) εποπτικοποιείται και αναλύεται με το εικαστικό (2ο) και τέλος ανάγεται με το στοχασμό σε γενικότερο θεωρητικό πλαίσιο (3ο). Έτσι η Ραιδεστός του Μαυρίδη γίνεται, mutatis mutandis, κάτι ανάλογο με το Μεσολόγγι των Ελεύθερων Πολιορκημένων του Σολωμού.
Το τρίπτυχο βιβλίο συμπληρώνεται με χρονολογικό πίνακα των κυριότερων γεγονότων που σημάδεψαν την περιοχή από τη νεολιθική περίοδο ως τα πρόσφατα χρόνια της εγκατάστασης στην Κωνσταντινούπολη και στα θρακικά παράλια όλο και περισσότερου πληθυσμού από τα βάθη της Ασίας. Για την Κωνσταντινούπολη, την κοσμόπολη των 16 πια εκατομμυρίων κατοίκων, ο συγγραφέας αποτελεί το φαινόμενο «τρίτη άλωση» που συνεπάγεται το οριστικό τέλος.
Συμπληρώνεται επίσης το βιβλίο με πηγές, αναφορές και σχόλια, με γλωσσάρι που εξηγεί τους χρησιμοποιούμενους όρους, με πλούσια και διαβασμένη βιβλιογραφία γενική και θεματική, τέλος με ευρετήριο αναφερόμενων ονομάτων και θεμάτων.
Το όλο έργο είναι προσωπικό και οι ερμηνείες, οι θέσεις, οι απόψεις είναι, φυσικά, υποκειμενικές. Ο επαρκής αναγνώστης μπορεί άλλοτε να συμφωνεί και άλλοτε να διαφωνεί, αλλά σε καμιά περίπτωση δε μπορεί να αμφισβητήσει την εγκυρότητα των στοιχείων, το εύρος και το βάθος της θεώρησης, τη δύναμη του στοχασμού και την πρωτοτυπία της σύνθεσης.
Ευχαριστώ
ΔΥΤΙΚΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
(Αποσπάσματα από τις σελ. 190-194)
ΟΣΟΙ ΠΙΣΤΕΥΟΥΝ ΟΤΙ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ είμαστε το ίδιο με τους δυτικούς ευρωπαίους δεν εχουν παρά να ρίξουν μια μάτια στους γοτθικούς ναούς της καθολικής και της προτεσταντικής Ευρώπης. Εκεί, είναι χαρακτηριστική η λατρεία του άπειρου, του άπιαστου, του άμετρου, του υπερβολικού.
Εμείς το Ελληνικό δεν έχουμε σχέση με τις αινιγματικές αγωνίες της ευρωπαϊκής ψυχής. Για μας η λατρεία προς το άπιαστο είναι άγνωστη. Δύσκολα οι Έλληνες θα συμφωνήσουμε με τον αφορισμό του Νοβάλις : "Τίποτε δεν είναι περισσότερο προσιτό στο πνεύμα από το άπειρο".
Η λατρεία του ασύλληπτου και η αγωνία της ψυχής της Δυτικής Ευρώπης εμφανίζονται εναργώς στη νέα διάσταση της αντίληψης για τον χρόνο που εισάγουν οι δυτικοί ευρωπαϊκοί λαοί. Η μέτρηση της ροής του χρόνου επιβάλλεται από τους Γερμανούς με την εφεύρεση του μηχανικού ρολογιού, δηλαδή με την εισβολή στον ανθρωπινο βίο της αμείλικτης, αέναης και αδιάφορης κίνησης των οδοντωτών τροχών. Έκτοτε, τα ρολόγια στους αμέτρητους πύργους και τα καμπαναριά της Δυτικής Ευρώπης, κατακερματίζουν μόνιμα τον χρόνο και επιβάλλουν μια διαχείριση του που είναι αδιανόητη στη στατική Ανατολή.
Αλλά και η καλλιτεχνική μας πραγματικότητα είναι όλως διάφορη αυτής των Δυτικών Ευρωπαίων.
Στις ελληνικές εικαστικές παραδόσεις το φως αναλαμβάνει ένα ρόλο ουσιωδώς διαφορετικό από τον αισθητικό και ψυχολογικό ρόλο, που χαρακτηρίζει την παρουσία του στη δυτική ζωγραφική παράδοση. Πρόκειται για διαφορετικές πολιτισμικές παραδόσεις. Στην ελληνική ζωγραφική παράδοση το φως έχει οντολογική υπόσταση και κατακυρώνει τη μεταφυσική σπουδαιότητα της θέασης. Στη βυζαντινή ζωγραφική δεν υπάρχει ο φυσιοκρατικός χαρακτήρας της σκιάς και του Φώτος, που διακρίνουμε στη ζωγραφική της Δύσης. Αλλά και η κυριαρχία του άπειρου στην προοπτική και η συμμόρφωση με τους νόμους της φυσικής οπτικής, που χαρακτηρίζουν τη δυτική εικαστική παράδοση, δεν υπάρχουν στην ελληνική και στη βυζαντινή εικαστική αντίληψη. Έτσι, ενώ στη δυτική ζωγραφική εικονίζονται τα πράγματα φαινομενοκρατικά, στη βυζαντινή ζωγραφική καθορίζονται οντολογικά και εικονίζονται υπερβατικά. Αν, λοιπόν, συμφωνήσουμε στο ότι : "μέσα στο έργο τέχνης έχει τεθεί στην πράξη η αλήθεια των όντων", η ελληνική εικαστική παράδοση δημιουργεί την τέχνη κατ' εξοχήν.
Όσο για τη γλώσσα της δυτικοευρωπαϊκής ψυχής, τη Μεγάλη Μουσική, που θαμπώνει "στο δυνατό και ακτινοβόλο πέταγμα της από τον Μπαχ ως τον Μπετόβεν, κι' από τον Μπετόβεν ως τον Βάγκνερ", Εμείς δεν διαθέτουμε τίποτε παρόμοιο, πλην κάτι απολύτως διαφορετικό : τη μουσική της μέθεξης και της συμμετοχής, τη μουσική όπου τα μυστήρια του κόσμου αγγίζουν λυτρωτικά και συλλογικά και όχι μέσα στην απομόνωση και την αγωνία του αστικοποιημένου ατόμου της αίθουσας συναυλιών.
Η εμφάνιση της Μεγάλης Μουσικής στη δυτική Ευρώπη είναι μοναδικό φαινόμενο και εκφράζει άμεσα και με εξαιρετική βαθύτητα τη δυτική ευρωπαϊκή ψυχή και τον αντιφατικό χαρακτήρα της, που συγκεκριμενοποιείται με τη ρομαντική τάση προς το άπειρο και την ορθολογική δράση. Η Μεγάλη Μουσική της Δυτικής Ευρώπης τείνει παντα και μόνιμα προς το άπειρο και είναι ανυπέρβλητη σε ύφος. Είναι ενδιαφέρον το ότι η Μεγάλη Μουσική φθάνει στο απόγειο της κατακυρώνει τον ορθολογικό 18° αιώνα, πράγμα που χαρακτηρίζει τις αξεπέραστες αντιφάσεις της ευρωπαϊκής ψυχής.
Στη μουσική φαίνεται καθαρά η κρίσιμη και θεμελιώδης διάφορα ανάμεσα στον Ελληνικό και στον Δυτικό Ευρωπαϊκό πολιτισμό. δηλαδή, η διάφορα ανάμεσα στην ασίγαστη ανησυχία και το ανικανοποίητο της Δυτικής Ευρώπης και στη συγκεκριμένη αρμονία και την ισορροπημένη ευαισθησία ενός ήθους που είναι κατ' εξοχήν ελληνικό και που εκφράζεται μέσα από μια εκλεπτυσμένη γλώσσα, καθώς και με τις ελάχιστες υποδιαιρέσεις της ελληνικής μουσικής κλίμακας.
Αλλά, και τα ουσιαστικά ζητήματα της γνώσης της αλήθειας και της θρησκευτικής πίστης, το Ελληνικό ως κλασική αρχαιότητα, Ρωμανία η Νέος Ελληνισμός, τα προσεγγίζει θεμελιωδώς διαφορετικά από τη δυτική Ευρώπη. Για τους Δυτικούς η διάνοια και η λογική εξαντλούν το Είναι. Ακόμη και ο Θεός προσεγγίζεται με τη λογική, που αυτή η ίδια επιτρέπει το να γίνει κατανοητός. Σε πλήρη και ριζική αντίθεση, η ελληνική διανόηση και θεολογία, εν πομπή και παρατάξει, αρνούνται στη λογική τέτοια απόλυτη δυνατότητα. Για τους Έλληνες, η γνώση και η αλήθεια υπάρχουν στην εμπειρία και το βίωμα. Είναι πράγματα πνευματικά στην ουσία τους μεταφερμένα σε ζώσα ιστορική μορφή και καθημερινή πρακτική.
Ακόμη, χαρακτηριστική είναι και η προσήλωση της ελληνικής σκέψης σε στατικές μορφές του Είναι, το οποίο προσεγγίζεται με την θέαση. Στη δυτική σκέψη εκείνο που προέχει είναι ο δυναμισμός του γίγνεσθαι, με τον οποίο ο κόσμος βρίσκεται σε μόνιμη κίνηση και εξέλιξη σε γραμμική πορεία.
ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΑΠΟ ΤΟΝ Δ. ΜΑΥΡΙΔΗ
ΓΙΑ ΤΑ ΘΕΜΑΤΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
ΓΙΑ ΤΑ ΘΕΜΑΤΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
Κυρίες και κύριοι,
ΘΑ ΕΙΜΑΙ ΣΥΝΤΟΜΟΣ. Θα προσπαθήσω να δώσω, με απλά λόγια, μία αντίληψη του τι αφορά, τέλος πάντων, αυτό το βιβλίο.
Το βιβλίο που παρουσιάζουμε έχει ως αφορμή ταξίδια στην Ανατολική Θράκη, στη βόρεια ακτή της Προποντίδας, αμέσως έξω από την Κωνσταντινούπολη και προς δυτικά κατά μήκος της ακτής, μέχρι την περιφέρεια της Ραιδεστού, με το παρά τη θάλασσα Ιερό Όρος και τα 27 χωριά που αποτελούσαν τα Γανόχωρα. Η περιοχή αυτή δεν έχασε μέχρι πρόσφατα την ελληνικότητά της. Ήταν, μάλιστα, μία από τις εστίες συγκέντρωσης των Ανατολικών Ελλήνων.
Τους πρώτους τρομερούς αιώνες μετά την τουρκική κατάκτηση ακολούθησε η ανασύνταξη των ελληνικών πληθυσμών. Με τις οθωμανικές μεταρρυθμίσεις, οι Ρωμηοί, υπήκοοι δεύτερης κατηγορίας, ανέρχονται και μετέχουν στη νεοπαγή αστική τάξη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Ως αποτέλεσμα, οι ελληνικές κοινότητες συνιστούν σημαντικό τμήμα του πληθυσμού της Αυτοκρατορίας και δημιουργούν μια πραγματικότητα στην οποία, είναι μεν πολιτικά υποταγμένες, γίνονται, όμως, οικονομικά κυρίαρχες και κοινωνικά και πολιτιστικά ανεξάρτητες.
Θεωρούμε την κοινωνική, οικονομική και δημογραφική άνοδο των Ρωμηών κατά τον 19ο αιώνα ως μία περίοδο ακμής του Ελληνισμού γενικότερα. Είναι ενδιαφέρον και επίκαιρο το ότι οι Ανατολικοί Έλληνες διατηρούν, παρά τον επιτυχή εκσυγχρονισμό τους, τις ιδιαιτερότητές τους.
Η ασύλληπτης έκτασης, τρομερή Μικρασιατική Καταστροφή και η δραματική εγκατάλειψη της Ανατολικής Θράκης, υποχρέωσε τους Ρωμηούς να φύγουν για πάντα από τούς χώρους της Ανατολής. Ο Ανατολικός Ελληνισμός υφίσταται τρομακτική φθορά. Οι εστίες του και τα μνημεία του χάνονται. Οι θεσμοί του, ο πλούτος του και τα επιτεύγματά του καταστρέφονται. Η καταστροφή δεν αφορά μόνο τους Ρωμαίικους πληθυσμούς, αλλά και το πολιτισμικό υπόβαθρο, το οποίο είναι πολύ δύσκολο να αναπληρωθεί.
Η ιδέα του κρατικοποιημένου έθνους, που δρομολόγησε ο ευρωπαϊκός Διαφωτισμός, λαμβάνει στην Ανατολή απόλυτες μορφές˙ με κατάληξη τις εθνικές εκκαθαρίσεις στα Βαλκάνια και την εξαφάνιση όλων των χριστιανικών μειονοτήτων στη Μικρά Ασία.
Η Μικρασιατική Καταστροφή, η οποία ακόμη συνεχίζεται με διάφορες μορφές, αποτελεί, κατά τη γνώμη μας, κεντρικό γεγονός της ιστορίας του Νέου Ελληνισμού. Οι Έλληνες, μετά από οδυνηρές διαδικασίες, βρίσκονται πια συγκεντρωμένοι στην ευρωπαϊκή τους εστία. Αυτό είναι ιστορικά πρωτοφανές. Οι Έλληνες δημιουργούν το εθνικό τους κράτος στο ιστορικό τους κέντρο, το οποίο όμως παρέμεινε περιφερειακή περιοχή για πολλούς αιώνες. Το κέντρο βάρους του Ελληνισμού μετατίθεται πάλι προς τη νότιο Βαλκανική. Μετά το γεγονός αυτό ο Νέος Ελληνισμός είναι κάτι διαφορετικό, ενώ εντείνεται η διαχρονική κρίση ταυτότητας που τον χαρακτηρίζει.
Σήμερα, τα ταξίδια των Ελλήνων στη χαμένη γι' αυτούς Ανατολή σημαίνουν την αναζήτηση του οικείου, την επιβεβαίωση του τι οι ίδιοι είναι. Οι διηγήσεις που άκουγα μικρός ήταν η αρχή αυτού του ταξιδιού και των ερωτημάτων που το συνόδευσαν. Τι σημαίνει, λοιπόν, ένα τέτοιο ταξίδι; Γίνεται σε ένα τόπο στον οποίο δεν έχω βιώσει, πλην αντιλαμβάνομαι ως οικείο.
Μετά από περιπλανήσεις και αναζητήσεις σχημάτισα τη μορφή μιας περασμένης πια πραγματικότητας, που τα ίχνη της σε λίγα χρόνια δεν θα υπάρχουν. Δεν είναι μόνο ο χρόνος που μετατρέπει τα απομεινάρια σε σκόνη. Τα εκατομμύρια των νεήλυδων από την Ανατολή κατακυριεύουν τον χώρο και δημιουργούν μία νέα πραγματικότητα. Δεν βρισκόμαστε αντιμέτωποι μόνο με τον χρόνο, αλλά και με τη θύελα μιάς πολιτισμικής αλλοτρίωσης. Έτσι, γεννιέται η ανάγκη για την καταγραφή της εμπειρίας του ταξιδιού.
Εδώ, όμως, δεν περιγράφω μόνο ένα τόπο, μία πολύτιμη, πλην παρωχημένη πραγματικότητα, αλλά ζητώ να κατανοήσω και να ερμηνεύσω. Υπάρχουν μόνο ερμηνείες και οι ερμηνείες αυτές μας καθορίζουν. Δεν μου ταιριάζουν οι θρηνωδίες για τις χαμένες πατρίδες και ούτε με παρηγορούν τα ωραία λόγια. Η παράδοση αφορά το παρόν και δίνει νόημα στο μέλλον. Γοητεύομαι από το ιστορικό περιβάλλον, αλλά εκείνο που με απασχολεί είναι η παρούσα κατάσταση.
Μέσα από τις εμπειρίες του ταξιδιού, την έρευνα στις παλιές φωτογραφίες και την καταγραφή των μνημείων και των λειψάνων, αναδεικνύονται σύμβολα και πραγματικότητες με ιδιαίτερες σημασίες. Η Κωνσταντινούπολη κατανοείται ως μία εστία της επιβεβαίωσης των Ελλήνων. Η πολιτισμική ιδιαιτερότητα αναδεικνύεται ως το υπόβαθρο της ελληνικής ζωής. Η ασήμαντη και ξεχασμένη Ραιδεστός φαίνεται τώρα να γίνεται ένα σύμβολο των ελληνικών κοινοτήτων, ένα φαινόμενο με οικουμενικές σημασίες. Ο ελληνικός χώρος ορίζεται πολιτισμικά και δεν βρίσκεται ούτε σε Ανατολή, ούτε σε Δύση.
Ταξιδεύοντας στην Τουρκία, διαπίστωσα ότι το μέτρο του πόσο σημαντική είναι μία χώρα βρίσκεται στη θέση που αυτή κατέχει στη φαντασία μας. Η ταυτότητα, ως προσωπική πιστοποίηση, συνειδητοποιείται μετά την αντίληψη αυτού που είναι αντίθετο. Αυτά, μπορούν ίσως να εξηγήσουν το φαινομενικά παράδοξο γεγονός, του ότι το ερώτημα για τη νεοελληνική ταυτότητα τίθεται σε ένα ταξίδι έξω από τα ελληνικά σύνορα και σε χώρους, όπου δεν κατοικούν πλέον Έλληνες.
Αλλά και πέρα από τις "πυκνές περιγραφές", η ανάλυση της σύγχρονης πραγματικότητας, σε αντιπαράθεση προς την ιστορική πραγματικότητα, που περιγράφεται στο βιβλίο, μας δίνει το μέγεθος του πόσο δεινή είναι σήμερα η θέση μας.
Ίσως οι δρόμοι για την αντιμετώπιση των μεγάλων προβλημάτων, που σήμερα αντιμετωπίζουμε, να ξεκινούν μέσα από τη διατύπωση των ίδιων των προβλημάτων. Μάλλον αυτό προσπάθησα ασυναίσθητα να κάνω για μένα με το βιβλίο αυτό. Είμαι αισιόδοξος, όχι μόνο γιατί δεν μπορούμε και δεν πρέπει να κάνουμε αλλιώς, αλλά και γιατί με την ελπίδα και μέσα από την ψηλάφηση αυτού που μας συνιστά και μας συγκροτεί ξεχύνεται το "ανέλπιστον".
Θέλω τώρα να πω κάτι για την πραγματοποίηση του βιβλίου: Αντιλαμβάνομαι το βιβλίο ως ένα περίπλοκο σύμβολο και ένα αντικείμενο με αυτοδύναμη υπόσταση. Αυτό σημαίνει ότι ένα βιβλίο, πέρα από το κείμενο, πρέπει να υπάρχει και αισθητικά. Το βιβλίο μας τυπώθηκε στην Ξάνθη σε συμφωνία με το αίτημα της ανάδειξης των τοπικών δυνατοτήτων. Πιστεύω ότι, μαζί με τον νεαρό τυπογράφο Μιχάλη Πασχίδη, δώσαμε ένα παράδειγμα προς συνέχιση. Είμαι ικανοποιημένος και τολμώ να πω και υπερήφανος, γιατί αυτό έγινε χωρίς προηγούμενη πείρα και μέσα σε ένα περιβάλλον χωρίς τυπογραφική παράδοση.
Τέλος, με αφορμή τη συμμετοχή των Ξανθιωτών στη σημερινή εκδήλωση, θέλω να επισημάνω ότι κάτι από αυτά που αναδύονται μέσα από το βιβλίο, είναι η σπουδαιότητα της τοπικότητας. Αυτό έχει σημασία, γιατί, σε πείσμα των καιρών, η πόλη της Ξάνθης επιβιώνει ως τόπος και το ΠΑΚΕΘΡΑ προσπαθεί ως έπαλξη τοπικότητας. Τόπος και τοπικότητα, ελάχιστα, περιφερειακά και άγνωστα, αλλά που στέκονται και που υπάρχουν.
Κυρίες και κύριοι σας ευχαριστώ.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΑΠΟΛΟΓΙΑ
(Απόσπασμα από τις σελ. 235-239)
ΣΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ του ταξιδιού μου και την αποτύπωση του, βρέθηκα μπροστά σε μεγάλες προκλήσεις: στα προβλήματα της αυτογνωσίας, της παράδοσης και της ταυτότητας. Έτσι, κάνοντας ένα ταξίδι στον χώρο, κατέληξα σε ένα σύνθετο βιβλίο και σε μια πνευματική περιπλάνηση. Εδώ, μάλιστα, συνυπάρχουν δυο βιβλία, με το δεύτερο βιβλίο να ξεπηδά μέσα από το πρώτο περιγραφικό βιβλίο καθώς αυτό γραφόταν. Σίγουρα κάτι τέτοιο δεν είναι συνηθισμένο. Με παρηγορεί η πεποίθηση ότι δίνεται Έτσι εδώ κάποια αφορμή για να συνειδητοποιηθούν ελάχιστα από αυτά, τα οποία σήμερα φαίνεται να απασχολούν όλους τους Έλληνες.
Όλα αυτά, λοιπόν, είναι άκρως υποκειμενικά. Κάθε τι το πολιτισμικά ιδιαίτερο βιώνεται υποκειμενικά. Δεν είναι δυνατό να γίνει αλλιώς. Τέτοια θέματα συνηθίζεται σήμερα να μελετώνται από τις θεωρητικές επιστήμες. Ωστόσο, δεν είναι δυνατό να υπάρξει επιστημονική αντικειμενικότητα στα θέματα αυτά, αφού είναι αδύνατη η αντικειμενικότητα του μελετητή, η του παρατηρητή και αφού δεν υπάρχει αντικειμενική πολιτισμική αλήθεια. Αλλά και κάθε γνώση, που αφορά παρεμφερή ζητήματα, έχει κάποιο φανερό ή αφανές συναισθηματικό υπόβαθρο. Πρόκειται εδώ για το υποκείμενο, που η "αντικειμενική" επιστήμη δεν μπορεί να μελετήσει, χωρίς να αντικειμενοποιήσει.
Ο προσεκτικός αναγνώστης ίσως ενοχλήθηκε από τις αντιφάσεις που διακρίνονται σε μερικές από τις πολλές αναλύσεις, που επιχειρούνται στο βιβλίο αυτό. Γιατί είναι αποδεκτός ο ελληνικός εκσυγχρονισμός, αφού συνεπάγεται αλλοτριωτικά φαινόμενα; Τι είδους σχέση έχουμε με τους Τούρκους και τι είναι οι Τούρκοι, οι οποίοι περιγράφονται και αρνητικά και θετικά; Ποια θα είναι η σχέση μας με τους πολιτισμικά αμφιθαλείς με εμάς Δυτικούς, προς τους οποίους απευθύνονται τόσες κατηγορίες, ενώ, συγχρόνως, θεωρείται δεδομένος και αναπόφευκτος ο συνεταιρισμός μαζί τους; Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά ίσως είναι ότι οι αντιφάσεις αποτελούν εγγενές στοιχείο της πραγματικότητας, η οποία παντα περιέχει μια τραγικότητα. Η ορθολογική σκέψη αγνοεί την εγγενή τραγικότητα των ανθρώπινων καταστάσεων και οδηγεί σε μανιχαϊσμούς, όπως οι απόλυτες στάσεις των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, της πολιτικής και των ιδεολογιών. Αλλά και η ίδια η διαχρονική πραγματικότητα του Νέου Ελληνισμού χαρακτηρίζεται από αντιφάσεις. Η ιστορική ύπαρξη του Νέου Ελληνισμού συνοδεύεται από μια μόνιμη κατάσταση διχασμών, ενώ οι πολιτικές και κοινωνικές ηγεσίες βρίσκονται σχεδόν παντα, σε διάσταση με το λαϊκό φρόνημα.
Όσον αφορά στο γράψιμο του βιβλίου, με γοητεύει ο ελληνικός τρόπος της ανάγωγης, που μας επιτρέπει να φτάνουμε, από τα απλά φαινόμενα και τις ταπεινές εμπειρίες, στα αληθινά αισθήματα και στα ουσιαστικά βιώματα. αυτό μας το διδάξαν άλλοι ομόγλωσσοι μας ασύγκριτα αξιότεροι από μένα. δεν ξέρω αν πέτυχα να ακολουθήσω τις διδαχές αυτές.
Η ανάγωγη από την εμπειρία στη θεωρία αποκαλύπτει τεράστιους χώρους προβλημάτων και ερωτημάτων, τα οποία δεν είναι δυνατό να αντιμετωπιστούν από ένα πρόσωπο. Γι' αυτό, παρά τη δυσπιστία μου για τους διανοούμενους και τις ιδεοληψίες που τους τυραννούν, κατέφυγα σε κείμενα, που ήδη σε ανύποπτο χρόνο είχα διαβάσει. Τέτοια κείμενα οδήγησαν σε έκθεση αντιλήψεων και σε σχόλια για ζητήματα όπως: η παγκόσμια κυριαρχία, η κρίση ταυτότητας, η σημασία της πατρίδας, ο αγιασμός της φύσης, η σημασία της κοσμόπολης, ο αστικός εφιάλτης, το ιδιόμορφο, το τραγικότητα και η μοναξιά των Ελλήνων, ο Ανατολικός Μείζων Ελληνισμός, η έννοια της επαναβίωσης, ο επιπολιτισμός, η νεοελληνική αλλοτρίωση και αρκετά άλλα. Τίποτα από αυτά, λοιπόν, δεν είναι πρωτότυπο, αν και τα περισσότερα σπάνια αναφέρονται. Είναι, όμως, επιτακτικά επίκαιρα, αφού μας βοηθούν να προσεγγίσουμε το καθολικό.
Έχουμε συνηθίσει στην κατάτμηση της πραγματικότητας και στη δημιουργία στεγανών χωρών, οι οποίοι ανήκουν στις αυθεντίες και στις ειδικότητες. Ο κόσμος είναι πληρέστερα κατανοητός στο μέτρο που κατορθώνουμε να τον αντιληφθούμε ως σύνολο. Η αντίληψη της καθολικής θεώρησης για τα πράγματα έχει ένδοξη ιστορία, όπως εκδηλώνεται στην αγορά της ελληνικής πόλης και στις βιβλιοθήκες και τις σχολές του αρχαίου κόσμου. Ακόμη, εκείνο που με ικανοποιεί στα ταξίδια αυτά και στην ανάγκη για καταγραφή τους είναι η επιβεβαίωση του ότι τα μεγάλα προβλήματα των καιρών δεν προσεγγίζονται μέσα από την πληροφόρηση και την ιδεοκρατία, όπως κυριαρχούν και επιβάλλονται σήμερα, αλλά σε ένα υποκειμενικό προσωπικό χώρο της εμπειρίας, ο οποίος έχει διαμορφωθεί από άγνωστους συμμέτοχους της παράδοσης μας, μετά από διαδικασίες αιώνων.
ΚΛΕΙΣΙΜΟ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗΣ
ΑΠΟ ΤΟΝ ΝΙΚΟ ΚΕΛΕΡΜΕΝΟ
ΑΠΟ ΤΟΝ ΝΙΚΟ ΚΕΛΕΡΜΕΝΟ
Κυρίες και κύριοι,
ΦΘΑΣΑΜΕ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΕΚΔΗΛΩΣΗΣ και σας ευχαριστώ για την ευγενική σας παρουσία.
Θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμότατα όλους τους συντελεστές της αποψινής εκδηλώσεως, να αναφερθώ ιδιαιτέρως στον καθηγητή κύριο Μερακλή και τον φιλόλογο κύριο Μπαλάσκα για τις εξαιρετικά ενδιαφέρουσες ομιλίες τους, και να ευχαριστήσω εκ μέρους της ομάδας μας του ΠΑΚΕΘΡΑ την ανώνυμη εταιρεία "Βιομηχανική Τεχνολογία", που χρηματοδότησε αυτό το βιβλίο. Επίσης θα ήταν μεγάλη παράλειψή μας να μην απευθύνουμε ένα θερμότατο ευχαριστώ στα μέλη, στους υποστηρικτές και τους χορηγούς του ΠΑΚΕΘΡΑ˙ χωρίς τη βοήθειά τους δεν θα είχαμε κάνει σχεδόν τίποτα. Στα σχέδιά μας και στα προγράμματά μας περιλαμβάνονται και άλλες εκδόσεις και άλλες παρουσιάσεις. Ελπίζουμε ότι και σε επόμενες εκδηλώσεις θα μας τιμήσετε με την παρουσία σας. Τέλος, θα ήθελα να σας πως ότι έξω μας περιμένει ένα δροσερό ποτήρι αναψυκτικού, ένα ποτήρι κρασιού για να ολοκληρώσουμε έτσι την αποψινή μας εκδήλωση και με το "τερπνόν".
Σας ευχαριστώ όλους και πάλι θερμά.
ΤΕΛΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου