Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 2010

Γενισέα. Νέα πόλη του Νέστου -τόπος συνάντησης πολιτισμών


Σε συνεργασία με τον Γιώργο Τσιγάρα
Εκδότης Δήμος Βιστωνίδος, Σχήμα 20χ30, Σελ. 144, Εικ. 197, Χάρτες 3, Γενισέα 2010.

Ιστορική και λαογραφική παρουσίαση του οικισμού της Γενισέας, ιστορικού κέντρου της παραγωγής καπνού στην περιφέρεια της Ξάνθης.



Ο Δήμος Βιστωνίδος εξέδωσε το βιβλίο «Γενισέα. Νέα πόλη του Νέστου - τόπος συνάντησης πολιτισμών», το οποίο έγραψαν ο Δημήτρης Μαυρίδης και ο Γιώργος Τσιγάρας με τη συνεργασία ομάδας ιστορικών και αρχιτεκτόνων. Το βιβλίο έχει 142 σελίδες και περιλαμβάνει 192 φωτογραφίες, 5 σχέδια και 3 χάρτες.

Πρόκειται για πλήρη παρουσίαση και μελέτη του ιστορικού οικισμού της Γενισέας και της σχέσης της με τη γειτονική Ξάνθη. Παρουσιάζονται η ίδρυση και η ιστορία του οικισμού, τα θρησκευτικά του μνημεία, χριστιανικά και μουσουλμανικά, η σχέση του οικισμού με τον καπνό, οι καπναποθήκες της Γενισέας και η ανέγερσή τους από Ηπειρώτες μαστόρους και πετράδες, τα σπίτια της Γενισέας και παρατίθενται μαρτυρίες ταξιδιωτών και περιηγητών για τον οικισμό.

Η Γενισέα ιδρύθηκε ως διοικητικό και οικονομικό κέντρο της μουσουλμανικής διοίκησης λίγα χρόνια μετά την κατάκτηση της Θράκης από τους Οθωμανούς Τούρκους τον 14ο αιώνα. Η μικρή πόλη και η περιοχή της εποικίσθηκαν από Τουρκομάνους νομάδες που μεταφέρθηκαν τότε από τη Μικρά Ασία. Η ύπαρξη της γειτονικής Ξάνθης, που παρέμεινε χριστιανική, δημιούργησε ένα ιδιότυπο πολεοδομικό δίπολο, όπου οι δύο πόλεις η μουσουλμανική Γενισέα και η χριστιανική Ξάνθη συνυπήρχαν αρμονικά για σχεδόν πέντε αιώνες.

Είναι ενδιαφέρουσες οι διαδικασίες κάτω από τις οποίες οι Τουρκομάνοι νομάδες έποικοι εγκαταστάθηκαν μόνιμα και έγιναν αγρότες στενά δεμένοι με τη γη τους. Με την εισαγωγή μάλιστα της καλλιέργειας του καπνού στη Μακεδονία και τη Θράκη κατά τον 17ο αιώνα οι μουσουλμάνοι αγρότες της περιοχής της Γενισέας φθάνουν να παράγουν την καλύτερη ποιότητα καπνού στον τότε κόσμο. Η μεγάλη εποχή του καπνού κατά τον 18ο αιώνα συμπίπτει με την αναγέννηση του Νέου Ελληνισμού. Ο πλούτος της Γενισέας που βασίζεται στον καπνό θα προσελκύσει γρήγορα Μακεδόνες και Ηπειρώτες μαστόρους και εμπόρους και θα γίνει η προϋπόθεση της συνεργασίας των παραγωγών μουσουλμάνων και των εμπόρων χριστιανών, οι οποίοι αναλαμβάνουν και την επεξεργασία του καπνού. Ταυτόχρονα οι Ηπειρώτες μαστόροι που αναλαμβάνουν την ανοικοδόμηση των καπναποθηκών της Γενισέας και μετά της Ξάνθης μεταφέρουν τον λαϊκό πολιτισμό του αναγεννημένου Νέου Ελληνισμού στη Θράκη.

Δημιουργείται έτσι μία συνεργατική πραγματικότητα στην οποία οι μουσουλμάνοι παραγωγοί παραδίδουν για κατεργασία τον παραγόμενο καπνό στους ειδικευμένους χριστιανούς εργάτες και στο τέλος στους κοσμοπολίτες χριστιανούς εμπόρους. Το αποτέλεσμα είναι εμφανές στον πλούτο που συσσωρεύεται στην περιοχή και στο τέλος της Τουρκοκρατίας πενήντα χρόνια προτού αυτό συμβεί ιστορικά.

Στο βιβλίο παρουσιάζεται ενδιαφέρον εικαστικό υλικό σχετικό με την καλλιέργεια και την κατεργασία του καπνού, όπως και περιγραφές και σχέδια των καπναποθηκών που ανήγειραν οι Ηπειρώτες μαστόροι σε τοπικό ύφος, το οποίο είναι και μοναδικό.

Η ακμή της Γενισέας θα φθάσει μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1870, όταν η Ξάνθη ανοικοδομείται και γίνεται πλέον η πρωτεύουσα του καπνού.

Σάββατο 25 Σεπτεμβρίου 2010

Σπίτια της Ξάνθης.


Εκδότης Ιερά Μητρόπολις Ξάνθης και Περιθεωρίου - ΔΕΑΞ, Σχήμα 20χ30, Σελ.160, Εικ. 365, Χάρτης 1, Ξάνθη 2009.

Η έκδοση περιγράφει τον δομημένο πλούτο της διατηρητέας, αλλά και της νέας πόλης της Ξάνθης. Δίδονται οι ιδεολογικές και ιστορικές προϋποθέσεις της ανοικοδόμησης της πόλης και κατηγοριοποιούνται και περιγράφονται τα κτήρια.
Η έκδοση συνόδευσε την ομώνυμη φωτογραφική έκθεση, με την οποία η Ιερά Μητρόπολις Ξάνθης και Περιθεωρίου συμμετείχε στις «Γιορτές της Παλιάς Πόλης» της Ξάνθης το 2009

Παρασκευή 24 Σεπτεμβρίου 2010

Ξάνθη. Η πόλη με τα χίλια χρώματα. ( Επιμέλεια ).

Έκδοση Δήμου Ξάνθης, Σχήμα 20χ30, Σελ.352, Εικ.500, Χάρτες 3, Ξάνθη 2008.

Πολυθεματικό βιβλίο που παρουσιάζει καθολικά την πόλη της Ξάνθης. Καρπός συνεργασίας 30 μελετητών με καθοριστική συμβολή επιστημόνων από το προσωπικό του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης και επιστημονική επιμέλεια του καθηγητή και πρόεδρου της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας Μιχάλη Μερακλή

Πέμπτη 23 Σεπτεμβρίου 2010

Παρουσίαση του καθηγητή Βάλτερ Πούχνερ για τον συλλογικό τόμο : "Ξάνθη. Η πόλη με τα χίλια χρώματα"


Δημήτρης Μαυρίδης (επιμ.), Ξάνθη. Η πόλη με τα χίλια χρώματα, Δήμος Ξάνθης / Πολιτιστικό Αναπτυξιακό Κέντρο Θράκης 2008, σελ. XVI+333 (4o), 380+60+40 εικ. και σκίτσα, δύο διπλωμένοι χάρτες, χάρτες της πόλης.

Δεν υπάρχει άλλη πόλη στην Ελλάδα, θεωρώ, που να έχει καταγραφεί, περιγραφεί, ντοκουμενταριστεί, παρουσιαστεί με λόγο και εικόνα και αναλυθεί από πάσης απόψεως, όπως η Ξάνθη, με αυτό τον ευπαρουσίαστο και περιεκτικότατο τόμο, για τον οποίο μπορεί να μιλήσει κανείς μόνο στον υπερθετικό βαθμό. Ξεπερνά κατά πολύ τη συνηθισμένη έννοια του πανηγυρικού λευκώματος με την απαράμιλλη συστηματικότητά του, τη μεθοδικότητα της παρουσίασης των λεπτομερειών, με τις εξονυχιστικές αναλύσεις όλων των πτυχών της εμφάνισης, της ιστορικής διαδρομής και εξέλιξης, της πολεοδομίας και ρυμοτομίας, της αρχιτεκτονικής της ιδιοσυστασίας, της λειτουργίας και δομής μιας πόλης, τόσο στο ιστορικό της παρόν στο βορειοελλαδικό χώρο όσο και στις σημερινές της εκφάνσεις, και κυρίως με τις μεθυστικές φωτογραφίες, που κάνουν και μόνο το ξεφύλλισμα του τόμου μια αξέχαστη ξενάγηση και ένα αισθητικό βίωμα, που προκαλεί ανάταση και θαυμασμό. Εδώ μια πόλη παρουσιάζει, χωρίς να κρύβει τίποτε από τις ασχήμιες και τους προβληματισμούς, τον εαυτό της σε εορταστική ενδυμασία και αποκαλύπτει πανηγυρικά, χωρίς μεγαλοστομίες και με απόλυτα επιστημονικό τρόπο, τον ιδανικό της Εαυτό, αλλά με όλες τις οσμές του σώματός της, τον ιδρώτα και τα δάκρυα, τη φτώχεια και ανέχεια, τις μυρουδιές της καπνοπαραγωγής και της καπνοβιομηχανίας, την ιστορική αύρα της παλαιάς αρχιτεκτονικής, οθωμανικής και ευρωπαϊκής, τη μοναδική ατμόσφαιρα μιας ετερόκλητης κοινωνίας μεταξύ Δύσης και Ανατολής.
Η σύμπραξη τόσων ειδικευμένων συγγραφέων εξασφαλίζει, φαίνεται, εκ των προτέρων, την υψηλή ποιότητα του συνόλου, αν και η σύναξη των σοφών δεν φέρνει πάντα και αυτόματα τη σοφία. Χρειάζεται ο σοφός και αθόρυβος συντονισμός, η εξισορρόπηση των επιμέρους, η ενορχήστρωση των οπτικών και προοπτικών, το γενικό όραμα που οδηγεί στο εναρμονισμένο σύνολο. Αυτό το έργο είχε αναλάβει η συντακτική επιτροπή, που αποτελείται από τον Δημήτρη Μαυρίδη, μηχανολόγο μηχανικό και συγγραφέα, ο οποίος και στο παρελθόν έχει δώσει υπέροχα δείγματα προσωπικής γραφής και αυθεντικής σύνθεσης· είχε τη γενική επιμέλεια, έκανε τη σύνθεση, προσέφερε το πλουσιότατο οπτικό υλικό και έκανε και τον υπομνηματισμό και τα σχόλια στις φωτογραφίες· αποτελείται επίσης από τον Βασίλη Αϊβαλιώτη, πολιτικό μηχανικό και λέκτορα του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, και τον Γιώργο Τσιγάρα, διδάκτορα Θεολογίας και Φιλοσοφίας. Επιστημονικός σύμβουλος της όλης έκδοσης ήταν ο Μιχάλης Μερακλής, ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και Πρόεδρος της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας.
Μετά τους συνηθισμένους χαιρετισμούς τον λόγο παίρνει ο επιμελητής σε μια σύντομη “Εισαγωγή” (σσ. 1εξ.), από την οποια παραθέτω ορισμένα αποσπάσματα: “Η πόλη της Ξάνθης απελευθερώθηκε μόλις το 1919, όταν η Ελληνική Θράκη ενσωματώθηκε στον εθνικό κορμό. Η πόλη ακολούθησε μακραίωνη πορεία που τη συνδέει κατ’ ευθείαν με το βυζαντινό παρελθόν. Είναι ακόμη σήμερα εμφανής, - αν και λίγο γνωστή -, η βαθιά ιστορικότητα του τόπου. Στην πολεοδομική διάταξη της Θράκης μεταφέρονται μέχρι την εποχή μας και είναι ορατές οι βυζαντινές μυστικές αντιλήψεις για την καθαγίαση του χώρου και οι διοικητικές αντιλήψεις και πρακτικές των κατακτητών Οθωμανών για διαχωρισμό των κοινοτήτων. Η Ξάνθη, ως μία από τις πόλεις της Θράκης, βρισκόταν για μακρό χρονικό διάστημα κοντά στο κέντρο βάρους του Ελληνισμού… [Είναι] καθοριστική [η] παρουσία των Ρωμηών, οι οποίοι ελέγχουν το κέντρο και δίνουν τον χαρακτήρα στην πόλη. Αυτό συμβαίνει, παρά την εγκατάσταση Τουρκομάνων νομάδων στην προς Νότο πεδιάδα (14ος -15ος αιώνας), τον εξισλαμισμό της προς Βορρά ορεινής περιοχής (17ος αιώνας) και την ίδρυση από τους Οθωμανούς της Γενισέας, νέου διοικητικού κέντρου για την περιφέρεια (14ος αιώνας). Κατά τον 19ο αιώνα, με τον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό, τη Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή και με τις προσπάθειες για εκσυγχρονισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, εμφανίζονται οι συνθήκες που επιτρέπουν τη δημιουργία μίας ρωμαίικης εμπορευματικής τάξης και την ανάπτυξη της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας. Παράλληλα, οι δημογραφικές συνθήκες στο Αιγαίο και την ηπειρωτική Ελλάδα βοηθούν τη μετανάστευση ελληνικών πληθυσμών προς τη Μικρά Ασία και τη Θράκη. Οι Ρωμηοί, -υπήκοοι με περιορισμένα δικαιώματα- ανέρχονται και γίνονται σημαντικό τμήμα της αστικής τάξης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Είναι οι Ρωμηοί της “καθ’ ημάς Ανατολής”, οργανωμένοι σε κοινότητες, πολιτικά υποταγμένες, αλλά οικονομικά κυρίαρχες και πολιτιστικά ανεξάρτητες. Ο 19ος αιώνας, κατά τον οποίο ανοικοδομείται εκ νέου η Ξάνθη, είναι μια περίοδος μεγάλης ακμής… Στην πόλη της Ξάνθης συγκεντρώνεται σημαντικός πλούτος, όχι μόνο λόγω του καπνού, αλλά και λόγω της θέσης της πόλης πάνω στον δρόμο προς τη Βόρεια Θράκη, της ανάπτυξης του εμπορίου και της κατασκευής της σιδηροδρομικής γραμμής Θεσσαλονίκης – Αδριανούπολης – Κωνσταντινούπολης (1891)… Εκμεταλλευόμενες τον πλούτο που προσπορίζει η καλλιέργεια και η εμπορία του καπνού και το ενδιαφέρον του δυτικοευρωπαϊκού κεφαλαίου, οι ρωμαίικες κοινότητες κυριαρχούν κοινωνικά και οικονομικά κατά τα μέσα του 19ου αιώνα στην περιφέρεια της Ξάνθης και της Καβάλας και ανοικοδομούν, μετά το 1829, την κατεστραμμένη από τους σεισμούς πόλη της Ξάνθης, δημουργώντας ένα αστικό, εμπορικό, βιοτεχνικό και βιομηχανικό κέντρο. Είναι ουσιαστική η διαπίστωση ότι η Παλιά Πόλη της Ξάνθης, όπως διασώζεται σήμερα, είναι δημιούργημα της νεοελληνικής κοινοτικής αντίληψης… Η πόλη ανοικοδομείται συνολικά ως ένα αρχιτεκτονικό υβρίδιο με πολυμορφία ρυθμών, από τη μακεδονική και τη βαλκανική λαϊκή αρχιτεκτονική, μέχρι το νεοκλασικισμό του Ελληνικού Βασιλείου και τους ρυθμούς που αναπτύσσονται στην Κεντρική Ευρώπη κατά την μπελ επόκ. Σήμερα η πόλη σώζεται σχεδόν άθικτη, όπως ανοικοδομήθηκε τον 19ο αιώνα, και προστατεύεται νομοθετικά. Είναι το καλύτερα διατηρούμενο δομημένο δείγμα της κοινοτικής οργάνωσης των Ελλήνων που διασώζεται στον ελλαδικό χώρο. Η Παλιά Πόλη της Ξάνθης διατηρεί την ατμόσφαιρα της καθ’ ημάς Ανατολής … [και] είναι ένα θαυμαστό δείγμα της εξωστρέφειας και της συνέχειας του Ελληνισμού και του βυζαντινού του παρελθόντος, της ακμής του κατά τους χρόνους της ύστερης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά και του Levant, όπως αποκαλούσαν οι Δυτικοί Ευρωπαίοι τον λαϊκό πολιτισμό της Ανατολής… κατά τον 20ό αιώνα… η Ελληνική Θράκη έγινε καταφύγιο προσφυγικών πληθυσμών από την πάλαι ποτέ Ελληνική Ανατολή… ο πληθυσμός της πόλης διπλασιάζεται. Ωστόσο, ο διαμοιρασμός της ιστορικής Θράκης ανάμεσα σε τρία εθνικά κράτη έδωσε στην Ελληνική Θράκη τον χαρακτήρα περιφερειακού χώρου, χωρίς οικονομική ενδοχώρα. Το γεγονός αυτό, μαζί με την καταστροφή του Ανατολικού Ελληνισμού, είναι καθοριστικό για τη σχετική καθυστέρηση και περιθωριοποίηση της περιοχής. Η περιθωριοποίηση της Θράκης και η κατάτμησή της, όπως και η παρακμή του καπνού ως εξαγώγιμου προϊόντος, είναι οι λόγοι της οικονομικής δυσπραγίας της πόλης, η οποία κορυφώνεται κατά τη δεκαετία του 1960. Με την εκδήλωση των γνωστών εξωτερικών απειλών δραστήρια μέτρα λαμβάνονται και το τέλος της δεκαετίας του 1970 βρίσκει την πόλη σε τροχιά ανάπτυξης. Η Παλιά Πόλη κηρύσσεται διατηρητέα και μια νέα πόλη ανοικοδομείται στις σχετικά νεότερες συνοικίες. Σήμερα η πόλη αποτελεί το διοικητικό και οικονομικό κέντρο μιας εύφορης αγροτικής και μεταποιητικής περιφέρειας και στηρίζεται στις υπηρεσίες” (σσ. 1 εξ.).
Μετά τις τοποθετήσεις αυτές ο αναγνώστης προχωρά με ενδιαφέρον κεφάλαιο με κεφάλαιο· τα κείμενα συνοδεύονται πάντα με πλουσιαπάροχα παρουσιαζόμενο οπτικό υλικό, το οποίο συγκεντρώνεται στο τέλος κάθε κεφαλαίου: Χρήστος Παντσόγλου, “Η περιφέρεια της Ξάνθης και το φυσικό περιβάλλον” (σσ. 3 εξ., εικ. 6-21), Νίκος Κόκκας, “Το ανθρώπινο περιβάλλον στην πόλη της Ξάνθης. Παράδειγμα αρμονικής συνύπαρξης” (σσ. 11 εξ., εικ. 22-29). Στη συνέχεια περνούμε στο Μέρος Πρώτο, που αποτελείται από εννέα κεφάλαια: Γιώργος Βογιατζής, “Η Ξάνθη κατά την αρχαιότητα και κατά τη βυζαντινή περίοδο” (σσ. 19 εξ., εικ. 30-42), Φωκίων Κοτζαγεώργης, “Η Ξάνθη κατά την οθωμανική περίοδο” (σσ. 25 εξ., εικ. 43-50), Γιάννης Μπακιρτζής, “Νεότερη ιστορία της Ξάνθης” (σσ. 31, εικ. 51-63), Διονύσιος Τσεντικόπουλος, “Εκκλησιαστική ιστορία της Ξάνθης” (σσ. 39 εξ., εικ. 64-67), Δημήτρης Μαυρίδης, “Κοινότητα και Δημογεροντία της Ξάνθης” (σσ. 43 εξ., εικ. 68), Λήδα Ιστικοπούλου, “Η σωματειακή κίνηση της Ξάνθης. Σύλλογοι και συντεχνίες” (σσ. 45, εικ. 69-72) – εδώ αναφέρονται και οι παραστάσεις του Βεάκη στις αρχές του 20ού αιώνα, - Θωμάς Έξαρχου, “Οι ευεργέτες της Ξάνθης” (σσ. 49 εξ, εικ. 73), Κώστας Χατζόπουλος, “Η εκπαίδευση στην Ξάνθη” (σσ. 51 εξ., εικ. 74-77), Γιώργος Κουτζακιώτης, “Ο καπνός” (σσ. 55 εξ., εικ. 78-87).
Όποιος δεν έχει γοητευτεί έως τώρα, δεν μπορεί να αντισταθεί στην έλξη του Δεύτερου Μέρους “Περιγραφή της Παλιάς Πόλης”, όπου επιστρατεύονται δίπλα στις φωτογραφίες και καλλαίσθητα σκίτσα και παραστατικά σχέδια του ζωγράφου Ράλλη Κοψίδη καθώς και αρχιτεκτονικά σχήματα. Το Μέρος αυτό έχει 10 κεφάλαια: Δημήτρης Μαυρίδης, “Οικονομική ιστορία της Ξάνθης” (σσ. 67 εξ. εικ. 88-100), Μαρία Γιαννοπούλου, “Πολεοδομική συγκρότηση της Παλιάς Πόλης” (σσ. 73 εξ., εικ. 101-106), Νίκος Λιανός, “Μορφολογικά χαρακτηριστικά των κτηρίων της Παλιάς Πόλης” (σσ. 79 εξ., εικ. 107-115), Αρχιμανδρίτης Παντελεήμων Μουτάφης, “Τα μοναστήρια της Ξάνθης” (σσ. 81 εξ., εικ. 116-119), Γιώργος Τσιγάρας, “Οι εκκλησίες της Ξάνθης” (σσ. 95 εξ., εικ. 120-127), Χρύσα Μελκίδου, “Τα οθωμανικά μνημεία της Ξάνθης” (σσ. 101 εξ., εικ.128-132), Γιάννης Ρουκουνής, “Οι καπναποθήκες της Ξάνθης” (σσ. 105 εξ., εικ. 133-159), Κωνσταντίνος Θανόπουλος, “Η διάσωση του παραδοσιακού οικισμού της Ξάνθης. Η προστασία της Παλιάς Πόλης διαρκής αγώνας” (σσ. 115 εξ., εικ. 160), Δημήτρης Μαυρίδης, “Εικόνες της Παλιάς Πόλης” (σσ. 117 εξ., εικ. 161-276) – το αργότερο εδώ ο αναγνώστης χάνει τον αυτοέλεγχο και παραδίδεται ανεπιφύλακτα στον θαυμασμό: το κεντρικό αυτό τμήμα του τόμου παρουσιάζει μια σειρά από παλαιές φωτογραφίες σε εντυπωσιακές μεγεθύνσεις, υδατογραφίες, αρχιτεκτονικά σκίτσα (Ράλλης Κοψίδης), σύγχρονες φωτογραφίες και ειδικά τμήματα για επιγραφές και ανάγλυφα, περίτεχνες σιδεριές, σιδεριές από μπαλκόνια (σχέδια της Άννας Ψωμά), πόρτες και παράθυρα, στηθαία και λεπτομέρειες, γείσα και αετώματα και λεπτομέρειες της διακόσμησης. Το Τμήμα για την Παλιά Πόλη τελειώνει με το εξίσου περιεκτικό κεφάλαιο του Δημήτρη Μαυρίδη και του Γιώργου Πατρίκιου: “Χάρτης της Παλιάς Πόλης της Ξάνθης και περιγραφές” (σσ. 175 εξ., εικ. 1-60 σε ειδική αρίθμηση), όπου παρουσιάζονται 60 φωτογραφίες κτηρίων με λεπτομερειακή επιστημονική περιγραφή και χάρτης, όπου εντοπίζονται τα κτήρια αυτά μέσα στην πόλη. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο αναγνώστης πραγματοποιεί μια λεπτομερέστατη αρχιτεκτονική ξενάγηση με ποικίλες πληροφορίες για τα επιμέρους κτήρια και μπορεί να παρακολουθεί ταυτόχρονα στον χάρτη, πού ακριβώς βρίσκεται το καθένα μέσα στην Παλιά Πόλη. Η τοποθέτηση των κτηρίων αυτών σχηματίζει, όπως βεβαιώνει μια ματιά στον διπλωμένο χάρτη, ένα συνεχή περίπατο.
Το Τρίτο Μέρος είναι αφιερωμένο στην “Περιγραφή της σύγχρονης πόλης” κι έχει τα εξής κεφάλαια: Δημήτρης Μαυρίδης, “Η οικονομία της Ξάνθης” (σσ. 205 εξ., εικ. 277-281), Γιώργος Πατρίκιος / Εύη Πλιάκα / Ιορδάνης Σιναμίδης, “Διαδικασίες πολεοδομικής συγκρότησης της Ξάνθης” (σσ. 209 εξ., εικ. 282-288), Μαρία Βεργέτη, “Οι κοινωνικές ομάδες της Ξάνθης” (σσ. 227 εξ., εικ. 289-290), Παρθενόπη Κελτσίδου, “Ο συμμιγής λαϊκός πολιτισμός της Ξάνθης” (σσ. 233 εξ., εικ.292-309), Βασιλική Συρακούλη, “Εορταστικοί θεσμοί στην Ξάνθη” (σσ. 243 εξ., εικ. 310-314), Θανάσης Μουσόπουλος, “Η πνευματική ζωή της Ξάνθης” (σσ. 315-332), του ίδιου, “Λόγιοι, λογοτέχνες και καλλιτέχνες της Ξάνθης” (σσ. 253 εξ., εικ. 333-336) – Μέλπω Μερλιέ, Κατίνα Βέϊκου Σεραμέτη, Μάνος Χατζιδάκης -, και ακολουθεί πάλι ένα εικονογραφικό τμήμα του Δημήτρη Μαυρίδη: “Εικόνες της σύγχρονης πόλης” (σσ. 257 εξ., εικ. 337-366), του ίδιου και του Γιώργου Πατρίκιου, “Χάρτης της σύγχρονης πόλης και περιγραφές” (σσ. 272 εξ., εικ. 1-40 σε ξεχωριστή αρίθμηση) – παρουσιάζεται, όπως και για την Παλιά Πόλη, ένας εικονογραφημένος περίπατος με λεπτομερείς περιγραφές για τα επιμέρους κτήρια.
Ο τόμος κλείνει με ένα κεφάλαιο “Περί Ξάνθης: Πατριδογνωσία, πατριδογραφία και εγκώμια” (σσ. 283 εξ.) με ποιήματα, αφηγήσεις και ποικίλη λογοτεχνική ύλη για την πόλη, ένα “Επίμετρο. Τα προβλήματα και η δυναμική της πόλης” (σσ. 297 εξ.), εκπονημένα από τον επιμελητή, του ίδιου και “Σχόλια στην εικονογράφηση” (σσ. 303 εξ.), “Στοιχεία και αριθμοί” (σσ. 313) με στατιστικές, απογραφή ναών, σχολείων κτλ., “Αδελφές πόλεις της Ξάνθης” (σσ. 317 εξ., εικ. 369-378), μια Βιβλιογραφία (σσ. 321 εξ.), “Βιογραφικά σημειώματα των συντελεστών της έκδοσης” (σσ. 325 εξ.) και το Ευρετήριο (σσ. 329 εξ.). Μένει κανείς με τη δικαιολογημένη εντύπωση μιας απαράμιλλης ευσυνειδησίας, που διέπει όλο τον τόμο, μιας επιστημονικής συγκρότησης και αντικειμενικότητας, της ακαταπόνητης συστηματικότητας του σχολιαστή που αγαπάει το γνωστικό του αντικείμενο, και μιας καλλιτεχνικής ευαισθησίας που δίνει στον τόμο, στην εναλλαγή κειμένων και εικόνων, μια σχεδόν μουσική ρυθμολογία. Και πάνω από όλα: ο κ. Μαυρίδης είναι συλλέκτης και λάτρης της παλιάς φωτογραφίας, αλλά και συλλέκτης και λάτρης της σημερινής φωτογραφίας, του εξονυχιστικού ντοκουμενταρίσμος της πραγματικότητας, οπαδός του οπτικού τεκμηρίου. Αυτή η ιδιότητα τον προφυλάσσει από υπέρμετρα νοσταλγικές προσεγγίσεις· η Νέα Πόλη τεκμηριώνεται με την ίδια φροντίδα και αγάπη όπως η Παλιά. Και σ’ ένα δεύτερο κοίταγμα φανερώνονται και άλλες αρετές του τόμου – αλλά να μην προκαταλάβω τον αναγνώστη και του στερήσω τη χαρά να τις βρει μόνος του.


Παρασκευή 3 Σεπτεμβρίου 2010

Αγγελοφύλακτος Ξάνθη.



Εκδότης Ιερά Μητρόπολις Ξάνθης και Περιθεωρίου, Σχήμα 20χ30, Σελ. 136, Εικ. 164, Χάρτης 1, Ξάνθη 2007.

Η έκδοση περιγράφει τις ιδεολογικές και ιστορικές συνθήκες κάτω από τις οποίες αναπτύχθηκε και ανοικοδομήθηκε η πόλη της Ξάνθης, ως ένα αρχιτεκτονικό υβρίδιο, καθρέπτης της εξωστρέφειας της Ελληνισμού και του κοσμοπολιτισμού των Ρωμηών της καθ’ ημάς Ανατολής.
Η έκδοση συνόδευσε την ομώνυμη φωτογραφική έκθεση με την οποία η Ιερά Μητρόπολις Ξάνθης και Περιθεωρίου συμμετείχε στις «Γιορτές της Παλιάς Πόλης» της Ξάνθης το 2007.

Από την Ιστορία της Θράκης ( 1875 - 1925 ).

Εκδότης Ιερά Μητρόπολις Ξάνθης και Περιθεωρίου, Σχ. 20χ30, Σελ.160, Εικ.205, Χάρτες 5, Ξάνθη 2006.

Η έκδοση αφορά την ιστορική περίοδο κατά την οποία διαμορφώθηκε η σημερινή κατάτμηση της Θράκης ανάμεσα σε τρία εθνικά κράτη. Δίδεται έμφαση στην εγκατάλειψη της Ανατολικής Θράκης τον Οκτώβριο του 1922 και παρουσιάζονται μαρτυρίες προσφύγων και ανέκδοτες φωτογραφίες.
Η έκδοση συνόδευσε την ομώνυμη φωτογραφική έκθεση, με την οποία η Ιερά Μητρόπολις Ξάνθης και Περιθεωρίου συμμετείχε στις «Γιορτές της Παλιάς Πόλης» της Ξάνθης το 2006.

Μνεία της καθ ημάς Ανατολής.





Εκδότης Ιερά Μητρόπολις Ξάνθης και Περιθεωρίου, Σχήμα 20χ30, Σελ. 56, Εικ. 116, Χάρτες 2, Ξάνθη 2005.

Πρόκειται για τον κατάλογο της ομώνυμης φωτογραφικής έκθεσης, με την οποία η Ιερά Μητρόπολις Ξάνθης και Περιθεωρίου συμμετείχε στις «Γιορτές της Παλιάς Πόλης» της Ξάνθης το 2005.
Η έκδοση περιγράφει συνοπτικά με στοιχεία και κείμενα τις πραγματικότητες της καθ’ ημάς Ανατολής, όπως είχαν διαμορφωθεί πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Μαστοριά και μεράκι στην Παλιά Ξάνθη.



Εκδότης ΔΕΑΞ, Σχήμα 20χ30, Σελ. 40, Εικ. 120, Ξάνθη 2005.

Η ανέγερση της πόλης από Ηπειρώτες μαστόρους και η μεταφορά του λαϊκού πολιτισμού του αναγεννημένου Νέου Ελληνισμού στη Θράκη.

Ξανθιώτικο Καρναβάλι - 40 χρόνια (Επιμέλεια).


Εκδότης ΔΕΑΞ, Σχήμα 20χ30, Σελ. 94, Εικ. 205, Ξάνθη 2005.

Επετειακή έκδοση και λαογραφική παρουσίαση των Θρακικών Λαογραφικών Γιορτών.


Η Παλιά Πόλη της Ξάνθης φωτογραφημένη σε ταχυδρομικά δελτάρια.


Εκδότης ΔΕΑΞ, Σχήμα 20χ30, Σελ.32, Εικ.48, Ξάνθη 2004.
Παρουσίαση της πόλης της Ξάνθης με βάση παλιές φωτογραφίες

Από την Κωνσταντινούπολη στη Ραιδεστό.

Έκδοση ΠΑΚΕΘΡΑ, σχ.17χ24, Σελ.296, Εικ 64, Χάρτες 3, Ξάνθη 2003

Με αφορμή την επίσκεψη στους χώρους της πάλαι ποτέ Ελληνικής Ανατολής προσεγγίζεται η σύγχρονη προβληματική της χώρας μας και του λαού μας

"ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ ΣΤΗ ΡΑΙΔΕΣΤΟ".
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΤΟΥ Δ. ΜΑΥΡΙΔΗ
1. Ο ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ. Τό βιβλίο, πού παρουσιάζουμε, ἔχει ὡς ἀφορμή ταξίδια στήν Ἀνατολική Θράκη, στή βόρεια ἀκτή τῆς Προποντίδας, ἀμέσως ἔξω ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη καί προς δυτικά κατά μῆκος τῆς ἀκτῆς, μέχρι τήν περιφέρεια τῆς Ραιδεστοῦ, μέ τό παρά τή θάλασσα Ἱερό Ὄρος καί τά 28 χωριά πού ἀποτελοῦσαν τά Γανόχωρα.Ἡ περιοχή αὐτή δέν ἔχασε μέχρι πρόσφατα τήν ἑλληνικότητά της˙ ἔγινε, μάλιστα, χῶρος συγκέντρωσης καί συσπείρωσης ἑλληνικῶν πληθυσμῶν, πού ἀπό τόν 14ο αἰῶνα, μέ τήν ἄφιξη τῶν Ὀθωμανῶν Τούρκων στή Βιθυνία, ζήτησαν καταφύγιο στή βόρεια ἀκτή τῆς Προποντίδας. Ἀκόμη, μετά, τόν 17ο αἰῶνα, ἐγκαταστάθηκαν ἐκεῖ, ἰδίως στίς πλαγιές τοῦ Ἱεροῦ Ὄρους, φυγάδες ἀπό τό Αἰγαῖο καί τήν Πελοπόννησο. Στά βουνά κατέφυγαν οἱ Ἕλληνες καί τά βουνά τούς προστάτευσαν.Τούς πρώτους τρομερούς αἰῶνες μετά τήν τουρκική κατάκτηση ἀκολούθησε ἡ ἀνασύνταξη τῶν ἑλληνικῶν πληθυσμῶν. Μέ τόν Εὐρωπαϊκό Διαφωτισμό, τό οἰκονομικό ἐνδιαφέρον τῶν Δυτικῶν, τή συνθήκη τοῦ Κιουτσούκ Καϊναρτζῆ καί μέ τίς προσπάθειες γιά ἐκσυγχρονισμό τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας, ἐμφανίζονται ἀπό τόν 18ο αἰῶνα συνθῆκες πού ἐπιτρέπουν τή δημιουργία μιᾶς ρωμαίικης ἐμπορευματικῆς τάξης καί τήν ἀνάπτυξη τῆς ἑλληνικῆς ἐμπορικῆς ναυτιλίας. Μέ τίς ὀθωμανικές μεταρρυθμίσεις, στά μέσα τοῦ 19ου αἰῶνα, οἱ ἄπιστοι Τζιμμῆδες, ὑπήκοοι δεύτερης κατηγορίας, ἀνέρχονται καί γίνονται σημαντικό τμῆμα τῆς ἀστικῆς τάξης τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας. Παράλληλα, οἱ δημογραφικές συνθῆκες στό Αἰγαῖο καί τήν ἠπειρωτική Ἑλλάδα βοηθοῦν τή μετανάστευση ἑλληνικῶν πληθυσμῶν πρός τή Θράκη καί τή Μικρά Ασία. Οἱ αὐτόχθονες κοινότητες τῶν Ρωμηῶν εὐημεροῦν καί νέες κοινότητες δημιουργοῦνται.Ὡς ἀποτέλεσμα, οἱ ἑλληνικές κοινότητες τῆς Ἀνατολῆς συνιστοῦν σημαντικό τμῆμα τοῦ πληθυσμοῦ τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας (τό 13% σύμφωνα μέ τήν ἀπογραφή τοῦ Πατριαρχείου τό 1912) καί δημιουργοῦν μιά πραγματικότητα στήν ὁποία, εἶναι μέν πολιτικά ὑποταγμένες, γίνονται, ὅμως, οἰκονομικά κυρίαρχες και κοινωνικά καί πολιτιστικά ἀνεξάρτητες. Μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι, λήγοντος τοῦ 19ου αἰῶνα, οἱ Ἕλληνες ἀποτελοῦν ἕνα λαό μέ χαρακτηριστικές ἰδιαιτερότητες καί προνομιοῦχο θέση στήν Ἀνατολική Μεσόγειο καί τόν Εὔξεινο.Θεωροῦμε τήν κοινωνική καί δημογραφική ἄνοδο τῶν κοινοτήτων τῶν ἀνατολικῶν Ἑλλήνων ὡς μία περίοδο ἀκμῆς κατά τήν ὁποία ἀναδύονται μακραίωνες παραδόσεις και ἐμφανίζεται πάλι ἡ χαρακτηριστική στούς Ἕλληνες οἰκουμενικότητα.Οἱ ἑλληνικές κοινότητες ἐλέγχουν, πρίν τό 1922, τό 50% τοῦ κεφαλαίου του ἐπενδεδυμένου στή βιομηχανία τῆς Αὐτοκρατορίας, τό 60% τῶν θέσεων ἐργασίας στούς μεταποιητικούς κλάδους. Κυριαρχοῦν ἀπόλυτα στό εἰσαγωγικό καί τό ἐξαγωγικό ἐμπόριο. Χαρακτηριστικά ἀναφέρουμε, ὅτι τό 1914 τό 46% ἀπό τούς ἰδιοκτῆτες τραπεζῶν καί τραπεζίτες στήν Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία ἦταν Ρωμηοί. Τήν ἴδια χρονιά ἀπό τίς 6.507 βιομηχανίες καί βιοτεχνίες τῆς Αὐτοκρατορίας τό 49% ἀνῆκε σέ Ρωμηούς καί μόλις τό 12% σέ Τούρκους. Τό 1914 πάλι, Ἕλληνες ἦταν τό 52% τῶν γιατρῶν, τό 49% τῶν φαρμακοποιῶν, τό 52% τῶν ἀρχιτεκτόνων, τό 37% τῶν μηχανικῶν καί τό 29% τῶν δικηγόρων τῆς Αὐτοκρατορίας. Οἱ Ρωμηοί μαθητές ἀντιπροσωπεύουν σέ ἀπόλυτους ἀριθμούς τό διπλάσιο σχεδόν τῶν Μουσουλμάνων μαθητῶν σέ ὅλη τήν Αὐτοκρατορία. Ἡ ἑλληνική γλῶσσα εἶχε γίνει ἡ γλῶσσα τῶν ἐμπόρων καί τῆς καλῆς κοινωνίας, σέ βαθμό πού σημαντικό ποσοστό Ρωμηῶν ἀγνοοῦσε τήν τουρκική.Ἡ ἀσύλληπτης ἔκτασης Μικρασιατική Καταστροφή καί ἡ δραματική ἐγκατάλειψη τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1922, μετά τή συνθήκη Ἀνακωχῆς τῶν Μουδανιῶν, ὑποχρέωσε τούς Ρωμηούς νά φύγουν γιά πάντα ἀπό τούς χώρους τῆς Ἀνατολῆς, ὅπου κατοικοῦσαν γιά 30 αἰῶνες. Ὁ Ἀνατολικός Ἑλληνισμός ὑφίσταται τρομακτική φθορά. Οἱ ἑστίες του καί τά μνημεῖα του χάνονται. Οἱ θεσμοί του, ὁ πλοῦτος του καί τά ἐπιτεύγματά του καταστρέφονται.Ἡ ἰδέα τοῦ κρατικοποιημένου ἔθνους, πού δρομολόγησε ὁ εὐρωπαϊκός Διαφωτισμός λαμβάνει στήν Ἀνατολή ἀπόλυτες μορφές˙ με κατάληξη τίς ἐθνικές ἐκκαθαρίσεις στά Βαλκάνια καί τήν ἐξαφάνιση ὅλων τῶν χριστιανικῶν μειονοτήτων στήν Ἀνατολή.Ἡ Μικρασιατική Καταστροφή, ἡ ὁποία ἀκόμη συνεχίζεται μέ διάφορες μορφές, ἀποτελεῖ, κατά τή γνώμη μας, κεντρικό γεγονός τῆς ἱστορίας τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ. Οἱ Ἑλληνες, μετά ἀπό ὀδυνηρές διαδικασίες, βρίσκονται ὅλοι συγκεντρωμένοι στήν ἱστορική εὐρωπαϊκή τους ἑστία. Αὐτό εἶναι ἱστορικά πρωτοφανές. Μετά τό γεγονός αὐτό ὁ Νέος Ἑλληνισμός εἶναι κάτι διαφορετικό, ἐνῶ ἐντείνεται ἡ διαχρονική κρίση ταυτότητας πού τόν χαρακτηρίζει.Ἡ Μικρασιατική ἧττα τῆς Ἑλλάδας καί ἡ ἐκκένωση ἀπό τούς Ἕλληνες τῆς Ἰωνίας, τῆς Ἀνατολῆς, τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης, τῆς Κωνσταντινούπολης καί τοῦ Πόντου δημιουργοῦν συνθῆκες πού τροφοδοτοῦν μία κρίση ταυτότητας καί στίς δυό χῶρες. Στήν Τουρκία, μέ τό νά παραμένει μετέωρη καί εὔθραυστη, σάν τίς κρεμαστές γέφυρες τοῦ Βοσπόρου, ἀνάμεσα στήν Εὐρώπη καί τήν Ἀσία, ἀνάμεσα σέ ἕνα ψευδεπίγραφο δυτικό προσανατολισμό καί σέ μία ἀσιατική ταυτότητα καί ἕνα ἀσιατικό πολιτισμό. Στήν Ἑλλάδα, τροφοδοτεῖται ἡ κρίση ταυτότητας, μέ τήν προσκόλληση σέ ἕνα φαντασιακό δυτικό εὐρωπαϊκό ἰδεῶδες καί μία ἀστική παράδοση, πού δέν εἶναι δική της, ἐνῶ ἡ λαϊκή ψυχή καί οἱ πνευματικές δομές ἐπιμένουν στόν ἱστορικό τους πυρήνα. Ἡ Ἑλλάδα γίνεται μία χώρα σέ συνεχή ἀντίθεση πρός τόν ἑαυτό της. Μέ ἄλλα λόγια, ἡ Ἑλλάδα πορεύεται πιά, χωρίς τήν ἀνατολική της συνιστῶσα καί στρέφει τά νῶτα της πρός τούς ἀνατολικούς χώρους, πού συνδέονται μέ τήν ἱστορική καί πνευματική της παρουσία.
2. ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΩΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗ. Ἕνα ταξίδι, ὅπως καί τό γράψιμο ἑνός βιβλίου, εἶναι ἀπρόβλεπτο ποῦ θά ὁδηγήσει. Ὑπάρχουν πολλῶν εἰδῶν ταξίδια καί πολλές αἰτίες γι' αὐτά.Στούς τόπους τῆς πάλαι ἑλληνικῆς Ἀνατολῆς πηγαίνουμε, βέβαια, πρῶτα ὡς προσκυνητές. Θέλουμε νά εἴμαστε ἐκεῖ, ὄχι γιά νά συναντήσουμε τό διαφορετικό, ἀλλά γιά νά ἐπιβεβαιώσουμε καί νά ἐπανασυνδεθοῦμε μέ τό οἰκεῖο. Τά ταξίδια αὐτά εἶναι καί νόστος, γιατί κινοῦνται καί ἀπό μία νοσταλγία στόν χῶρο τῆς φαντασίας, πού ξεκινᾶ ἀπό τήν ἐξιδανίκευση ἑνός παρελθόντος καί ἑνός πολιτισμοῦ˙ πράγματα, τά ὁποῖα εἶναι, βέβαια, γιά πάντα χαμένα, ἀλλά προσδιορίζουν, ὥς ἕνα βαθμό, τό παρόν καί τό μέλλον. Τά ταξίδια αὐτά δέν ἔχουν σχέση μέ τόν τουρισμό. Ὁ τουρίστας ἀδυνατεῖ νά μυηθεῖ. Τά ταξίδια τῶν Ἑλλήνων στή χαμένη γι' αὐτούς Ἀνατολή σημαίνουν τήν ἀναζήτηση τοῦ οἰκείου, τήν ἐπιβεβαίωση τοῦ τί οἱ ἴδιοι εἶναι.Οἱ διηγήσεις πού ἄκουγα μικρός ἦταν ἡ ἀρχή αὐτοῦ τοῦ ταξιδιοῦ καί τῶν ἐρωτημάτων πού τό συνόδευσαν. Δέν ἤθελα, οὔτε μποροῦσα, νά ξεφύγω ἀπό ὑποθῆκες πού μοῦ εἶχαν πολύ νωρίς ἐντυπωθεῖ, ἄν καί συχνά ἀναρωτιόμουν, τί ἔκανα ἐκεῖ καί γιατί εἶχα τόσο ἔντονο ἐνδιαφέρον γιά ἕνα περιφερειακό καί ἔξω ἀπό τόν συρμό περιβάλλον. Τί σημαίνει, λοιπόν, ἕνα τέτοιο ταξίδι; Γίνεται σέ ἕνα τόπο στόν ὁποῖο δέν ἔχω βιώσει, πλήν ἀντιλαμβάνομαι ὡς οἰκεῖο.Ἄτομο καί τόπος δημιουργοῦν ἀκατάλυτες διαλεκτικές σχέσεις. Ὁ τόπος ἀποκτᾶ νόημα μέ τήν ἀνθρώπινη παρουσία. Κάθε τοπικότητα βασίζεται σέ μία κοσμοαντίληψη. Ὑπάρχουν πολλές μορφές ἀποξένωσης ἀπό τόν τόπο. Ἡ ἀπομάκρυνση ἀπό συγκεκριμένους τόπους καί πολιτισμικά περιβάλλοντα εἶναι δυνατό νά τά ἐμπλουτίσει μέ μία ἰσχυρή φαντασιακή ὑπόσταση πού τά ἐξιδανικεύει. Αὐτό λέγεται ἐπαναβίωση. Ἡ ἐπαναβίωση εἶναι ἕνα γεγονός ὑπαρξιακῆς τάξης πού μᾶς ὁδηγεῖ στή σύγχρονη προβληματική. Ἀκόμη, τέτοιες ἐξιδανικεύσεις, εἶναι δυνατό νά μεταφερθοῦν στίς ἑπόμενες γενεές καί νά μεταβληθοῦν σέ αἰτήματα ἐπανατοποθέτησης τῶν ἀξιῶν στίς ἱστορικές τους βάσεις ἤ σέ αἰτήματα ἀποφασιστικῆς ἀντιμετώπισης μορφῶν πολιτισμικῆς ἀλλοτρίωσης. Οἱ καταστάσεις αὐτές ὁδηγοῦν σέ ἀναγεννητικά αἰτήματα. Ἀναγεννητικό αἴτημα εἶναι ἡ ἀπαίτηση γιά ἀνάκτηση αὐτοῦ πού ἔλαμψε καί δέν πρέπει νά χαθεῖ. Κατά τή γνώμη μου, τά ἀναγεννητικά αἰτήματα διατρέχουν τήν ἑλληνική ἱστορία.
3. ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΕΙΔΑ. Μετά ἀπό περιπλανήσεις καί ἀναζητήσεις σέ φτωχικά παραμελημένα χωριά, δίπλα σέ ἀχανεῖς ἄσχημες πόλεις, σχηματισμένες ἀπό νεόκτιστες τερατώδεις πολυκατοικίες˙ μέσα σέ χωράφια γεμάτα μαυρισμένες πέτρες καί σκουριασμένα ντουβάρια˙ φωτογραφίζοντας λείψανα ἐκκλησιῶν καί ἀσκηταριῶν˙ ψάχνοντας σέ ἀλάνες καί ἐρείπια, κάτω ἀπό ἐγκαταλειμένα χαμόσπιτα καί μισογκρεμισμένα ξύλινα σπίτια˙ σχημάτησα τή μορφή μιᾶς περασμένης πιά πραγματικότητας, πού τά ἴχνη της σέ λίγα χρόνια δέν θά ὑπάρχουν. Τό σπίτι τοῦ παπποῦ μου στή Ραιδεστό στέκεται ἀκόμη, σάν ἀπό θαῦμα, μέσα σέ ἕνα μαχαλᾶ πού κάηκε. Τά ξύλινα σπίτια τῆς Προποντίδας φαίνεται νά βρίσκονται σήμερα στό τελευταῖο στάδιο τῆς ἀποσύνθεσης καί τῆς κονιορτοποίησης. Δέν εἶναι μόνο ὁ χρόνος πού μετατρέπει τά ἀπομεινάρια σέ σκόνη. Τά ἑκατομμύρια τῶν νεήλυδων ἀπό τήν Ἀνατολή κατακυριεύουν τόν χῶρο καί δημιουργοῦν μία νέα πραγματικότητα.Ὁ χρόνος καταστρέφει, ἡ μνήμη προσπαθεῖ νά διασώσει. Ἕνας μανιασμένος ἄνεμος παρασύρει τά ἀδύνατα ὀχυρώματα πού ἔστησε μέ ὑπομονή ἡ μνήμη. Δέν βρισκόμαστε ἀντιμέτωποι μόνο μέ τόν χρόνο, ἀλλά καί μέ τή θύελα μιᾶς πολιτισμικῆς ἀλλοτρίωσης. Κάθε στιγμή, κάποια ἀπό τά ἴχνη καί τά μνημεῖα τῆς παράδοσης καί τῆς ἱστορίας ἐξαφανίζονται ἀπό τό ἑτερόδοξο καί τό ἀλλότριο. Ἔτσι, γεννιέται ἡ ἀνάγκη γιά τήν καταγραφή τῆς ἐμπειρίας τοῦ ταξιδιοῦ: ἀπό τά ἐρείπια τοῦ χρόνου θά προσπαθήσουμε νά ἀνορθώσουμε μία χάρτινη μορφή ἀθανασίας.
4. ΟΙ ΑΜΦΙΒΟΛΙΕΣ. Εἶναι αὐτό παρήγορο, ἀφοῦ θά βρίσκεται σέ λίγες σελίδες βιβλίων κλεισμένων σέ ντουλάπια καί βιβλιοθῆκες; Μήπως ὅλα αὐτά δέν εἶναι παρά ἕνα ἀναχρονιστικό πάθος; Μᾶς λένε ὅτι ἡ χώρα μας θά πρέπει νά ἐγκαταλείψει τή νοσηρή καί ἔμμονη προσήλωση σέ κάποιο παρελθόν, πού δέν σημαίνει γιά τούς ἄλλους τίποτα. Τό μέλλον καί ἡ πράξη ἀπαιτοῦν τή λήθη καί τόν ἐκσυγχρονισμό. Ὁ ἑλληνοκεντρισμός εἶναι μία μορφή καθυστέρησης καί μία τροχοπέδη τῆς προόδου καί τῆς ἀνάπτυξης. Ὁ ἐκσυγχρονισμός ἀπαιτεῖ μία νέα μυθολογία. Πρέπει νά προσαρμοστοῦμε, ἀφοῦ ἀπαλλαγοῦμε ἀπό ὅ,τι ἐμποδίζει τήν προσαρμογή μας. Ὁ τόπος εἶναι στενός καί ἐμποδίζει τήν ἀνάπτυξη. Ἡ τοπικότητα δέν εἶναι παρά μία προσκόλληση στόν ἀναχρονισμό. Αὐτοί πού προβάλλουν ὡς παράδειγμα, ἐπιμένουν στό ὅτι ὁ χῶρος εἶναι κενός ἀπό σημασίες καί πεδίο τῆς ὑποταγῆς καί ἐκμετάλλευσης τῆς φύσης. Κάθε ἄλλη ἀντίληψη εἶναι ἀναχρονιστική καί ἐπιζήμια.
5. ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΑΝΑΔΥΕΤΑΙ. Δέν πιστεύω ὅτι εἶναι ἔτσι. Πίσω ἀπό τίς στάσεις αὐτές βρίσκεται ἡ κρίση τοῦ Δυτικοῦ κόσμου μέ ἀποκορύφωση τή δημιουργία τῆς ἀντίθεσης Βορρᾶ – Νότου, τήν καταστροφή τοῦ τόπου καί τήν ἀποξένωση τοῦ ἀνθρώπου. Εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά ἀντιταχθοῦμε στή λήθη καί στήν ἰσοπεδωτική ἀλλοτρίωση. Ὡς συμμέτοχοι καί συνεχιστές μιᾶς συγκεκριμένης καί διακριτῆς πολιτισμικῆς πραγματικότητας δέν μποροῦμε παρά νά ἀκολουθήσουμε τρόπους σκέψης πού μᾶς ὁδηγοῦν πολύ μακριά. Ὠφείλουμε νά δώσουμε στήν προσπάθεια γιά ἐκσυγχρονισμό τή μορφή πού μᾶς ἁρμόζει.Ἐδῶ, λοιπόν, δέν περιγράφω μόνο ἕνα τόπο, μία πολύτιμη, ἀλλά παρωχημένη πραγματικότητα, ἀλλά ζητῶ νά κατανοήσω καί νά ἑρμηνεύσω. Ὑπάρχουν μόνο ἑρμηνείες καί οἱ ἑρμηνείες αὐτές μᾶς καθορίζουν. Δέν μοῦ ταιριάζουν οἱ θρηνωδίες γιά τίς χαμένες πατρίδες καί δέν μέ ἱκανοποιοῦν οἱ μεμψίμοιρες περιγραφές. Ἡ παράδοση ἔχει σημασία ὅταν ἀφορᾶ τό παρόν καί δίνει νόημα στό μέλλον. Γοητεύομαι ἀπό τό ἄμεσο ἱστορικό περιβάλλον, ἀλλά ἐκεῖνο πού μέ ἀπασχολεῖ εἶναι ἡ παροῦσα κατάσταση.Μέσα ἀπό τίς ἐμπειρίες καί τίς ἐντυπώσεις τῶν ταξιδιῶν ἀναδύονται σημασίες καί ξεκινοῦν σκέψεις πού ὁδηγοῦν σέ ἀναπόφευκτες προκλήσεις. Παρά τή φαντασιακή ὑπόσταση τοῦ τόπου πού εἶχα μυθοποιήσει, γρήγορα διαπίστωσα ὅτι διέθετα μία μύηση ἡ ὁποία μέ τό ταξίδι διευρυνόταν καί παρέμενε στή συνείδηση. Κατέληξα, ἔτσι, στό συμπέρασμα ὅτι πιστοποιοῦσα ἰδιαιτερότητες πού μέ ἀφοροῦσαν, ἀλλά καί ὅτι προσπαθοῦσα νά ἀποκαλύψω καί νά ἐξηγήσω τίς σημασίες τους. Τό ταξίδι αὐτό ὁδηγοῦσε, λοιπόν, σέ μεγάλα θέματα, ὅπως αὐτά τῆς παράδοσης, τῆς αὐτογνωσίας καί τῆς ταυτότητας.Μέσα ἀπό τίς ἐμπειρίες τοῦ ταξιδιοῦ, τήν ἔρευνα στίς παλιές φωτογραφίες καί τήν περιοδεία γιά τήν καταγραφή τῶν μνημείων καί τῶν λειψάνων, ἀναδεικνύονται σύμβολα καί πραγματικότητες μέ ἰδιαίτερες καί χαρακτηριστικές σημασίες. Ἡ Κωνσταντινούπολη, "πόλις παλαιόθεν ἑλληνίς", κατανοεῖται ὡς μία ἑστία τῆς πολιτισμικῆς ἐπιβεβαίωσης τῶν Ἑλλήνων. Ἡ πολιτισμική ἰδιαιτερότητα ἀναδεικνύεται ὡς τό ὀντολογικό ὑπόβαρθο τῆς ἑλληνικῆς ζωῆς. Ἡ ἀσήμαντη καί ξεχασμένη Ραιδεστός φαίνεται τώρα νά εἶναι ἕνα σύμβολο τῶν ἑλληνικῶν κοινοτήτων, οἱ ὁποῖες ἀποκαλύπτονται ὡς ἕνα φαινόμενο μέ οἰκουμενικές σημασίες. Ὁ ἑλληνικός χῶρος ὁρίζεται πολιτισμικά, δέν βρίσκεται οὔτε σέ Ἀνατολή, οὔτε σέ Δύση, ἐνῶ εἶναι ἀπολύτως διακριτός ἀπό αὐτές.Αὐτά σημαίνουν ὅτι οἱ ἀνθρώπινες συμπεριφορές καί τά παράγωγά τους προσδιορίζονται, σέ μεγάλο βαθμό, ἀπό τό πολιτισμικό περιβάλλον, μέσα στό ὁποῖο εἶναι καλύτερα κατανοητές. Ἀλλά καί οἱ μακραίωνες ἐμπειρίες καί παραδόσεις τοῦ Ἑλληνισμοῦ μᾶς ὑποχρεώνουν στή θεώρηση τῆς πολιτισμικῆς πραγματικότητας ὡς θεμελιώδους χαρακτηριστικοῦ του. Ἡ κοσμοϊστορικῶν διαστάσεων παρουσία μας, τά ἐπιτεύγματά μας, οἱ ἀγῶνες μας, οἱ ἐπιτυχίες καί οἱ ἀποτυχίες μας, μποροῦν νά γίνουν κατανοητές καί ὡς πολιτισμικά φαινόμενα καί ἀντιπαραθέσεις, μέσα σέ ἕνα κόσμο μεγάλης πολιτισμικῆς πολυμορφίας, ὅπου οἱ ἀξίες, οἱ παραδόσεις καί οἱ ἀντιλήψεις μποροῦν πάντα νά ἀναιρεθοῦν ἀπό τό διαφορετικό, τό παράδοξο καί τό τυχαῖο. Ἄλλωστε, καί ἡ ἀντίληψη τῆς οἰκουμενικότητας βασίζεται σέ πολιτισμικές προϋποθέσεις, ἐνῶ ἡ σύγχρονη ἐπιστημονική καί πολιτική πραγματικότητα τονίζουν, ὅλο καί περισσότερο, τόν πολιτισμικό παράγοντα.
6. ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ. Ὡστόσο, τό πολιτισμικό μας περιβάλλον βρίσκεται κάτω ἀπό πίεση. Σάν σύμπτωμα ἀναφέρω τό ὅτι κατά τίς τελευταῖες δεκαετίες, ὑποβαθμίζονται καί περιθωριοποῦνται σταθερά οἱ πολιτισμικές μας ἰδιαιτερότητες μέ τήν κυριαρχία καί τήν ἐπιβολή τῶν Μέσων Μαζικῆς Ἐνημέρωσης.Ἡ Ἑλλάδα δέν εἶναι σήμερα ἡ χώρα ὅπου αὐτό πού περιλαμβάνει ἡ ἔννοια τοῦ "παραδοσιακοῦ" εἶναι καθοριστικό στούς καθόλου προσανατολισμούς, οὔτε εἶναι ἡ χώρα ὅπου τό "παραδοσιακό" ἐμφανίζεται ὡς οὐσιαστικό στοιχεῖο τῆς καθημερινότητας. Μποροῦμε ἴσως νά συμπεράνουμε ὅτι ὁ ἐκσυγχρονισμός καί ἡ προσαρμογή εἶναι μία ἀπό τίς κυρίαρχες ἰδεολογίες. Αὐτό, ὅμως, μᾶλλον θά ἦταν εὔκολο συμπέρασμα. Κάτω ἀπό τά ἐπιφαινόμενα καί πέρα ἀπό τά λεγόμενα, διακρίνεται, πάντα καί παντοῦ, ζῶσα καί παροῦσα, μία ἰδιαίτερη πολιτισμική πραγματικότητα.Ἔχω σχηματίσει τή γνώμη ὅτι ἡ προσπάθεια γιά κάποια κατανόηση τῶν ἑλληνικῶν πραγμάτων διαπιστώνει μία αἴσθηση ἀπειλῆς πρός τούς ἑλληνικούς χώρους, φυσικούς καί νοητικούς. Αὐτό δέν εἶναι ὑπερβολή, ὅσο καί ἄν ἐπιθυμοῦμε νά εἶναι, καί περιγράφεται ἀπό τή σύγχρονη πολιτισμική ἀνθρωπολογία˙ ἡ ὁποία ἔχει ἀναπτύξει τό κατάλληλο θεωρητικό καί ἐννοιολογικό ὑπόβαθρο γιά τήν κατανόηση τοῦ φαινομένου. Σύμφωνα, λοιπόν, μέ τήν πολιτισμική ἀνθρωπολογία, ἡ ἐπίδραση ἑνός πολιτισμοῦ πάνω σέ ἕναν ἄλλο μπορεῖ νά γίνει ἄκρως ἀπειλητική. Ἐπιπολιτισμός, εἶναι ὁ ὅρος πού χαρακτηρίζει καί περιγράφει τά φαινόμενα αὐτά. Ἡ Ἑλλάδα καί οἱ ἑλληνικοί χῶροι ἀποτελοῦν χαρακτηριστικά πεδία ἀνάπτυξης ἐπιπολιτισμοῦ.Κάθε θεωρία τοῦ πολιτισμοῦ ἀντικατοπτρίζει τό πολιτισμικό περιβάλλον μέσα στό ὁποῖο διατυπώνεται. Ὁ ἐπιπολιτισμός μελετήθηκε μέσα ἀπό τό περιβάλλον τοῦ δότη, δηλαδή τοῦ Δυτικοῦ πολιτισμοῦ. Ἐμεῖς, ὡς φορεῖς μιᾶς συγκεκριμένης καί διακριτῆς πολιτισμικῆς πραγματικότητας καί παράδοσης, εἴμαστε ἕνας ἀπό τούς δέκτες τῆς ἐπιπολιτισμικῆς ἐπίδρασης.
7. Η ΤΟΥΡΚΙΑ ΚΑΙ Η ΣΧΕΣΗ ΜΑΣ Μ' ΑΥΤΗΝ. Ταξιδεύοντας στήν Τουρκία, διαπίστωσα ὅτι τό μέτρο τοῦ πόσο σημαντική εἶναι μία χώρα βρίσκεται στή θέση πού αὐτή κατέχει στή φαντασία μας. Μεγάλοι μῦθοι πού μᾶς προσδιορίζουν, ὅπως καί φαντασιακά στοιχεῖα στό συλλογικό μας ὑποσυνείδητο, ἔχουν ὡς γεωγραφικό χῶρο τόπους πού περιλαμβάνονται σέ αὐτό πού σήμερα ἀποτελεῖ τήν Τουρκική Δημοκρατία. Ἀλλά καί ἡ διαλεκτική τῶν ἑλληνοτουρκικῶν ὁδηγεῖ, ἀπό τήν παρατήρηση τῆς ἀνησυχητικῆς καί ἐπικίνδυνης κρίσης ταυτότητας τῆς Τουρκίας, κατευθείαν στή συνείδηση τῆς δικῆς μας διαχρονικῆς κρίσης ταυτότητας. Μέ λίγα λόγια, ἡ φαντασιακή εἰκόνα τῆς Τουρκίας στήν ἱστορική καί τήν πολιτισμική μας συνείδηση εἶναι στενά δεμένη μέ τή δική μας ἰδεολογική καί ἐμπειρική αὐτοβεβαίωση. Ἡ ταυτότητα, ὡς κατασκευή μιᾶς προσωπικῆς πιστοποίησης, γίνεται μετά τή συνείδηση αὐτοῦ πού εἶναι ἀντίθετο. Αὐτά, μαζί μέ τήν παρουσία τῆς ἐπαναβίωσης, μποροῦν ἴσως νά ἐξηγήσουν τό φαινομενικά παράδοξο γεγονός, τοῦ ὅτι τό ἐρώτημα γιά τή νεοελληνική ταυτότητα τίθεται σέ ἕνα ταξίδι ἔξω ἀπό τά ἑλληνικά σύνορα καί σέ χώρους ὅπου δέν κατοικοῦν πλέον Ἕλληνες.
8. ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΜΙΑ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ. Ἡ ἀναγωγή ἀπό τίς ἐμπειρίες τῶν ταξιδιῶν στά ἐρωτήματα πού γεννιῶνται κατέληξε σέ ἕνα παράδοξο: μέσα ἀπό ἕνα περιφερειακό περιβάλλον ἀναδύονται μεγάλα θέματα. Περιγράφοντας, ὅμως, τήν ἐμπειρία καθ' ἑαυτή δέν εἶναι ἀρκετό. Μιά περιγραφή τῆς σύνθετης πραγματικότητας, πού διερευνᾶ τό βιβλίο, δέν μπορεῖ παρά νά εἶναι ἑρμηνευτική καί δέν μπορεῖ νά μήν συναντήσει τά προβλημάτα πού ἀντιμετωπίζουμε ὡς χώρα, ὡς ἔθνος καί ὡς πολιτισμός. Μέ ποιό τρόπο μπορεῖ νά γίνει αὐτό; Τώρα τά πράγματα γίνονται δύσκολα. Τό αἴτημα τῆς περιγραφῆς αὐτῆς τῆς πραγματικότητας καί τῆς σημασίας της ἀπαιτεῖ τήν κατάλληλη μέθοδο καί τόν ἀντίστοιχο ἐννοιολογικό γλωσσικό ἐξοπλισμό.Ἐδῶ, θά πρέπει νά ἀνοίξουμε μία παρένθεση. Θά προσπαθήσουμε νά ἐξηγήσουμε μία περιγραφική μέθοδο, ὅπως τήν διατύπωσε ὁ φιλόσοφος Gilbert Ryle καί τήν ἀνέπτυξε ὁ ἀνθρωπολόγος Clifford Geertz.Ἄς πάρουμε ἕνα ἁπλό παράδειγμα: στόν περίβολο τῆς ἐκκλησίας τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, στήν πόλη τῆς Ξάνθης, ὑπάρχει τό κενοτάφιο τῆς Εὐθαλίας Δαβίδοβιτς πού κοσμεῖται ἀπό ἕνα ἄγαλμα. Τό ἄγαλμα αὐτό παριστᾶ μία γυναικεία μορφή πού γονατίζει. Ἄν θελήσουμε νά διατυπώσουμε μία περιγραφή τοῦ ἀγάλματος θά ποῦμε αὐτό ἀκριβῶς: τό ἄγαλμα παριστάνει μία γυναικεία μορφή πού γονατίζει καί αὐτό εἶναι. Διατυπώνουμε ἔτσι μία "ἀραιή περιγραφή", ἀφοῦ φαινομενικά ἔχουμε μπροστά μας κάτι πολύ ἁπλό: ἡ μορφή πού παριστάνεται στό ἄγαλμα γονατίζει καί αὐτό εἶναι ὅλο.Βέβαια, ἡ "ἀραιή" αὐτή περιγραφή δέν εἶναι ἀρκετή. Μέ μία προσεκτικότερη παρατήρηση τοῦ ἀγάλματος διαπιστώνουμε πώς ἡ μορφή αὐτή εἶναι συμβολική, ἐκφράζει κάποια θλίψη, κρατᾶ ἕνα στέφανο καί συλλογίζεται. Ἐπί πλέον τό ἄγαλμα αὐτό κατασκευάσθηκε γιά τή μνήμη τῆς Εὐθαλίας Δαβίδοβιτς, πού γεννήθηκε στήν Ξάνθη καί πέθανε στό Κίεβο. Στή βάση τοῦ ἀγάλματος ὑπάρχει λόγιο ἐπίγραμμα. Τό ἴδιο τό ἄγαλμα ἔχει ἀκαδημαϊκό νεοκλασσικό ὕφος καί ἄψογη τεχνική. Γιά νά συμπληρώσουμε καί νά ὁλοκληρώσουμε, λοιπόν, τήν περιγραφή μας θά πρέπει νά ἀναφέρουμε ὅ,τι βλέπουμε, ὅ,τι κατανοοῦμε καί ὅ,τι φανταζόμαστε. Ἡ "ἀραιή περιγραφή", λοιπόν, δέν εἶναι ἱκανοποιητική καί πρέπει νά πυκνώσει.Ἄς ὑποθέσουμε τώρα ὅτι θέλουμε νά περιγράψουμε μία περίπλοκη κατάσταση. Ὅπως ἕνα πολιτισμικό περιβάλλον. Ἡ "ἀραιή περιγραφή" δέν εἶναι πιά ἀρκετή. Δέν μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι αὐτό εἶναι καί τελείωσε. Πρέπει νά κατανοήσουμε καί νά περιγράψουμε πολλές σημασίες σέ διαφορετικά ἐπίπεδα.Ἄς ὑποθέσουμε, γιά παράδειγμα, ὅτι βρισκόμαστε στήν αὐλή τῆς Ἁγίας Σοφίας βλέποντας τόν κόσμο πού μπαινοβγαίνει. Τί κάνουν ὅλοι αὐτοί οἱ ἐπισκέπτες τῆς Ἁγίας Σοφίας; Τό νά ποῦμε ὅτι ἐπισκέπτονται τό μνημεῖο ὡς τουρίστες δέν εἶναι ἀρκετό. Ὑπάρχουν ἐπισκέπτες ἀπό πολλές χῶρες, πού μποροῦμε νά τούς βάλουμε σέ μία γενική κατηγορία. Αὐτοί ψάχνουν νά βροῦν ἕνα ἐξωτικό περιβάλλον, κάτι διαφορετικό ἀπό αὐτό πού ζοῦν κάθε μέρα. Εἶναι τουρίστες. Ὑπάρχουν, ὅμως, καί ἐπισκέπτες ἀπό τήν Τουρκία καί τήν Ἑλλάδα, οἱ ὁποῖοι κάνουν κάτι κάπως διαφορετικό ἀπό τόν ἁπλό τουρισμό ἤ κάνουν καί κάτι ἄλλο μαζί μέ τόν τουρισμό.Οἱ Ἕλληνες ἐπισκέπτες ἔχουν γιά τήν Ἁγία Σοφία μορφές ἐμπειρίας. Πρίν τή σημερινή τους ἐπίσκεψη εἶχαν ἤδη στή συνείδησή τους μία ἀντίληψη γιά τήν Ἁγία Σοφία. Ἀντίληψη πού εἶναι ἀποτέλεσμα ἱστορικῶν, ἰδεολογικῶν, συναισθηματικῶν προϋποθέσεων, ἀλλά καί προσωπικῶν βιωμάτων.Οἱ Τοῦρκοι ἐπισκέπτες διαθέτουν μία ἀντίληψη πού ἔχει νά κάνει μέ τό μεγαλεῖο τοῦ Ἰσλάμ καί τόν κατακτητικό θρίαμβο τῶν Ὀθωμανῶν. Πράγματα ἀκατανόητα γιά μᾶς.Οἱ Δυτικοί ἐπισκέπτες ἔχουν μία μᾶλλον ἀντικειμενική ἀντίληψη, πού δέν ἔχει μεγάλη σχέση μέ τή δική μας συναισθηματικά, ἱστορικά καί ἰδεολογικά φορτισμένη εἰκόνα.Δέν εἶναι δυνατόν, λοιπόν, νά περιγράψουμε τό τί κάνουν οἱ ἐπισκέπτες τῆς Ἁγίας Σοφίας χωρίς νά λάβουμε ὑπ' ὄψη μας τήν ἱστορία, τόν πολιτισμό, τήν ἱδεολογία καί τά βιώματα πού ἀναφέραμε. Ὅπως καί εἶναι ἀδύνατο νά περιγράψουμε τήν ἴδια τήν Ἁγία Σοφία, χωρίς νά ἑρμηνεύσουμε τίς σημασίες πού τή συνοδεύουν. Γιατί γι' αὐτό ἀκριβῶς πρόκειται: γιά σημασίες.Καί γιά νά τό ποῦμε ἀλλιῶς: δέν μποροῦμε νά περιγράψουμε τό τί κάνουν οἱ ἐπισκέπτες τῆς Ἁγίας Σοφίας χωρίς νά ὑποχρεωθοῦμε νά προσεγγίσουμε μεγάλα θέματα, ὅπως εἶναι ὁ κλασικός πολιτισμός, ὁ βυζαντινός πολιτισμός, ἡ βυζαντινή τέχνη, ὁ δυτικός πολιτισμός, ἡ ἑλληνική ἱστορία, ἡ πραγματικότητα τῶν Τούρκων, ἡ Μεγάλη Ἰδέα καί πολλά ἄλλα, πού δέν εἶναι μόνο θέματα ἱστορίας, ἀλλά καί ζητήματα ἰδεολογίας, πίστης καί πολιτισμικῆς συγκρότησης.Ἔχουμε ἐδῶ τήν ἀνάγκη μιᾶς "πυκνῆς περιγραφῆς" καί τήν παρουσία ἑνός "πολιτισμικοῦ σχετικισμοῦ". Ἡ "πυκνή περιγραφή" εἶναι ἀπαραίτητη γιά νά περιγράψουμε κάτι πού εἶναι γεμάτο ἀπό ἰδιαίτερες σημασίες. Ὁ "πολιτισμικός σχετικισμός" ἀφορᾶ στή διαφορά στίς σημασίες καί στίς ἑρμηνείες τους, ὅπως τίς ἀντιλαμβάνονται ἄτομα μέ διαφορετικές πολιτισμικές προϋποθέσεις. Ὁ "πολιτισμικός σχετικισμός" εἶναι ἀναπόφευκτος, ἀφοῦ δέν ὑπάρχει ἀπόλυτη πολιτισμική ἀλήθεια. Ὑπάρχουν μόνο διαφορετικές πραγματικότητες, διαφορετικές σημασίες καί διαφορετικές ἑρμηνείες.
9. Η ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ. Στό βιβλίο μας, λοιπόν, προσπαθώντας νά περιγράψουμε μία πραγματικότητα πού ἀποδεικνύεται ἐξαιρετικά σύνθετη, δηλαδή ἕνα πολιτισμικό περιβάλλον, ἀκολουθήσαμε μία μέθοδο, πού μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι εἶναι μία "πυκνή περιγραφή". Γιά νά μπορέσουμε νά τό κάνουμε αὐτό, δημιουργήσαμε τρία διακριτά πεδία περιγραφῶν καί ἀναλύσεων. Τά πεδία αὐτά, παρ' ὅλο πού ἀλληλοσυνδέονται, εἶναι ἀνεξάρτητα καί μποροῦν νά διαβαστοῦν χωριστά.Τό πρῶτο πεδίο ἀποτελεῖ ἡ ἐξιστόρηση τοῦ ταξιδιοῦ, τῆς ἐσωτερικῆς διεργασίας καί τῆς μυστικῆς ζωῆς, πού προηγήθηκε, τό συνόδευσε καί τό ἀκολούθησε.Οἱ παλιές φωτογραφίες, πού πολλές εἶναι ἀνέκδοτες καί μοναδικές καί μαζεύτηκαν μέ μεγάλο κόπο, εἶναι γεμάτες δυναμισμό καί ἔνταση καί δροῦν σάν πύρινες ἑστίες στή συνείδησή μας. Ἡ παρουσίαση τῶν φωτογραφιῶν γίνεται στό δεύτερο πεδίο μέ ἐκτεταμένο ὑπομνηματισμό, ὥστε κάθε φωτογραφία νά σχολιάζεται καί νά περιγράφεται μέ λεπτομέρειες. Ἐδῶ οἱ φωτογραφίες βοηθοῦν καί συμπληρώνουν τά κείμενα. Δέν θέλησα νά κάνω ἕνα λεύκωμα.Τό τρίτο πεδίο ἀποτελεῖται ἀπό τήν ἀνάλυση τῶν θεμάτων πού ἀναδύονται. Ἐδῶ μέ ἀναγωγή μεταβαίνουμε ἀπό τίς συγκεκριμένες ἐμπειρίες σέ γενικά χαρακτηριστικά πού περιγράφουν καθολικά μία κατάσταση. Τό ὅλον προσεγγίζεται μέσα ἀπό τίς λεπτομέρειες καί οἱ λεπτομέρειες ἔχουν νόημα μέσα στό ὅλον. Ὁ κόσμος εἶναι πληρέστερα κατανοητός στόν βαθμό πού τόν ἀντιλαμβανόμαστε ὡς σύνολο.Τέλος, οἱ πολυσήμαντοι ὅροι, πού εἴμαστε ἀναγκασμένοι νά χρησιμοποιήσουμε, ἀναλύονται σέ ἕνα τέταρτο πεδίο - ἐργαλεῖο, ὥστε νά εἶναι κατανοητή ἡ ἰδιαίτερη σημασία μέ τήν ὁποία γίνεται ἡ χρήση τους. Τά ὅρια τῆς κατανόησής μας καθορίζονται ἀπό τά ὅρια τῆς γλῶσσας μας. Ἔτσι καί τά ζητήματα πού ἀναδύονται, ἀποδίδονται μέσα ἀπό τίς ἰδιαίτερες σημασίες πού δίνουμε στούς ὅρους πού χρησιμοποιοῦμε.Μετά τήν πυκνή περιγραφή, ἡ μεθοδολογία τοῦ βιβλίου στηρίζεται στή δημιουργία αὐτοδύναμων μικρῶν συνόλων, ἕκαστο ἀπό τά ὁποῖα ἀφορᾶ συγκεκριμένο θέμα. Τό ταξίδι περιγράφεται σέ 31 διαφορετικά ἐδάφια. Οἱ φωτογραφίες ὑπομνηματίζονται μέ 48 μικρά κείμενα. Ἡ ἀναγωγή στή θεωρία ἀποτελεῖται ἀπό 41 μικρά δοκίμια. Οἱ σημασίες τῶν ὅρων ἀναλύονται σέ 60 σύντομα κείμενα ὁρισμῶν. Ἀθροίζουμε ἔτσι ἕνα πλέγμα μέ 180 κυψέλες, κάθε μία μέ ἀνεξάρτητο ἀντικείμενο καί αὐτοδύναμο ἐννοιολογικό περιεχόμενο. Κάθε κυψέλη μπορεῖ νά διαβαστεῖ ἀνεξάρτητα. Μία τέτοια μέθοδος ἀνταποκρίνεται στίς ἀπαιτήσεις τοῦ παρόντος. Σήμερα ὁ χρόνος εἶναι ἀνεπαρκής καί τό διάβασμα συνήθως γίνεται σέ κερματικές χρονικές διάρκειες. Ἀλλά καί ὁ σημερινός καταιγισμός τῶν λέξεων καί ἡ πλημμυρίδα τῶν πληροφοριῶν ἐπιβάλλουν τήν οἰκονομία στά κείμενα. Οἱ προτάσεις καί τά ἐδάφια πρέπει νά εἶναι περιεκτικά καί νά σπαθίζουν.Τώρα. Ποιά εἶναι τά θέματα τοῦ βιβλίου; Κύριο θέμα καί πλαίσιο τοποθετήθηκε ἡ ἀφορμή, δηλαδή ἡ περιγραφή ἑνός ἰδιαίτερου περιβάλλοντος τοῦ Ἀνατολικοῦ Ἑλληνισμοῦ. Πρόκειται, βέβαια, γιά κάποιες ἀπό τίς λεγόμενες "χαμένες πατρίδες". Ὡστόσο, δέν θέλουμε νά τυλίξουμε τίς χαμένες πατρίδες σέ σάβανα. Ἔχω τήν ἐντύπωση ὅτι στήν ἐνασχόληση μέ ὅ,τι ὀνομάζουμε "χαμένες πατρίδες" κρύβεται συχνά μία ἀμηχανία: ἐξαίρεται μία πραγματικότητα τοῦ παρελθόντος καί ἐπιχειρεῖται μέ ὡραῖα λόγια νά παρηγορηθοῦμε γιά τό χαμό της. Ἐδῶ προσπαθοῦμε νά συνδέσουμε τό παρόν μέ τό ἄμεσα ἀντιληπτό παρελθόν καί νά ψηλαφήσουμε τό μέλλον. Αὐτό εἶναι ἀσυνήθιστο γιά ἕνα βιβλίο, ἄς ποῦμε, ἱστορικῆς γεωγραφίας. Γιατί τό κάνουμε αὐτό;Πιστεύω ὅτι στή σημερινή συγκυρία τό ἀνέφικτο αἴτημα γιά ἀνάκτηση ἑνός χαμένου κόσμου δέν μπορεῖ παρά νά ὁδηγεῖ σέ ἐρωτήματα γιά τήν παροῦσα κατάσταση. Δέν ὑπάρχει παρόν καί μέλλον χωρίς παρελθόν. Τό ἀναγεννητικό αἴτημα σκοπεύει στο μέλλον. Ἡ συγκυρία εἶναι δυσχερής καί πνιγηρή, ἀφοῦ τό αἴτημα τοῦ ἐκσυγχρονισμοῦ ἀποτελεῖ προϋπόθεση ἐπιβίωσης σέ ἕνα κόσμο καί μία πραγματικότητα, πού δέν ἐπιτρέπουν ἀπόκλιση ἀπό στόχους οἱ ὁποῖοι θέτονται ἀπό ἄλλους, μακριά ἀπό μᾶς. Εἶναι ἀναγκαῖο νά κατανοήσουμε, νά προσαρμόσουμε, νά ἐνσωματώσουμε καί, τέλος, νά δώσουμε στόν ἐκσυγχρονισμό τή μορφή πού μᾶς ἁρμόζει.Στήν ἀρχή τοῦ βιβλίου, αὐθόρμητα προσδιορίζεται τό φαινόμενο τῆς ἐπαναβίωσης καί τό γεγονός τοῦ ἐπιπολιτισμοῦ. Ἡ ἀφήγηση τοῦ ταξιδιοῦ ὁδηγεῖ, μέσα ἀπό τήν ἀντίληψη αὐτοῦ πού εἶναι διαφορετικό, στό ἐρώτημα γιά τή νεοελληνική ταυτότητα, ἀφοῦ καί συζητεῖται τό μεγάλο πρόβλημα τῆς νεοελληνικῆς κρίσης ταυτότητας. Τό ἐρώτημα γιά τήν νεοελληνική ταυτότητα συνδέεται μέ τό πολυσυζητημένο πρόβλημα γιά τό ποῦ ἀνήκει ἡ Ἑλλάδα. Οἱ διαφορές μας μέ τή Δύση παρουσιάζονται καί συζητοῦνται. Τέλος, μεγάλο τμῆμα τῆς προβληματικῆς τοῦ βιβλίου ἀφορᾶ τήν πορεία τῆς Ἑλλάδας καί τῆς Τουρκίας ὡς ἐθνικῶν πλέον κρατῶν. Εἶναι σημαντικό ὅτι τό μέλλον τῆς πορείας αὐτῆς θεωροῦμε πώς ἐξαρτᾶται ἀπό τήν ἐξέλιξη τῆς Τουρκίας. Μέ τήν ἐμπειρία μίας σχέσης δέκα αἰώνων, δέν πιστεύω ὅτι ἡ Τουρκία ἔχει "εὐρωπαϊκή προοπτική". Ἡ θέση μου εἶναι ὅτι δέν θά μᾶς βοηθήσει μία τέτοια προοπτική. Τό ἀντίθετο μάλιστα.Τελικά, τί πραγματοποιήθηκε; Σέ ποιό εἶδος ἀνήκει αὐτό τό βιβλίο; Δέν εἶναι μόνο ἕνα ταξιδιωτικό ἀφήγημα. Δέν εἶναι μόνο ἕνα λεύκωμα. Οὔτε εἶναι μόνο ἕνα δοκίμιο καί μιά μονογραφία γιά τή νεοελληνική ἰδεολογία. Σ' αὐτό δέν ἔχω ἀπάντηση. Δέν χρειάζεται, ἄλλωστε.Στόν ἐπίλογο τοῦ βιβλίου αἰσθάνθηκα τήν ἀνάγκη νά ἀπολογηθῶ καί νά δικαιολογήσω τή μεθοδολογία τοῦ βιβλίου καί τήν ὕπαρξη ἑνός βιβλίου μέσα σέ βιβλίο. Ἐδῶ, λοιπόν, περιγράφεται ἕνα ἱστορικό περιβάλλον καί πολλαπλά δίδεται ἡ εὐκαιρία γιά σχόλια πού ἀφοροῦν τή σύγχρονη ἑλληνική προβληματική, μέ ἀφανῆ κατάληξη τό αἴτημα γιά ἀναζήτηση διεξόδων ἀπό τή δεινή θέση στήν ὁποία σήμερα βρισκόμαστε καί τήν ἀνάγκη γιά ὑπέρβαση τῆς πνιγηρῆς κατάστασης, στήν ὁποία ὁδηγηθήκαμε μετά τή Μικρασιατική Καταστροφή.Τό ἄμεσα ἀντιληπτό θέμα τοῦ βιβλίου εἶναι δυνατό νά προκαλέσει τή συνηθισμένη κατηγορία γιά ἀλυτρωτισμό. Εἶναι μία στερεότυπη μομφή, ἀπό τήν ὁποία δέν γλυτώνουν ἀκόμη καί ὅσοι ἀντιλαμβάνονται καί περιγράφουν τήν τρίτη ἅλωση τῆς Κωνσταντινούπολης, τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης καί τῆς Δυτικῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἀπό τά σαράντα ἑκατομμύρια τῶν νεήλυδων ἀπό τήν Ἀνατολή. Ὑπάρχει διάχυτη στή χώρα μας μία ἀνασφάλεια, πού ἐκδηλώνεται μέ ἐθνικιστικές ἐξάρσεις, ἀλλά καί μέ τίς ἕτοιμες κατηγορίες γιά ἐθνικισμό, ὅπως καί μέ τήν ἀνοχή τῶν ἐθνικισμῶν τῶν ξένων. Ἐκδηλώνεται ἀκόμη, στίς ἐκδόσεις πού μᾶς κατακλύζουν, τίς γεμάτες παραδοξολογίες καί σύγχυση, ὅπως, γιά παράδειγμα, αὐτές πού προβάλλουν τό νεοπαγανισμό ἤ διαδίδουν ἕνα μυστικιστικό ἐθνικισμό.Προτίμησα γιά τό βιβλίο αὐτό τήν πολυτονική γραφή, ὄχι μόνο γιατί εἶναι σφάλμα τό νά πιστέψουμε ὅτι ἡ ἁπλοποίηση – καί δέν ἐννοῶ βέβαια τήν ἁπλότητα – βοηθᾶ στήν πνευματική συγκρότηση, ὄχι μόνο γιατί ἡ πολυτονική γραφή εἶναι αὐτή πού ἔμαθα στό σχολεῖο, ὄχι μόνο γιατί μέ τούς τόνους καί τά πνεύματα τό κείμενο ὁλοκληρώνεται γιά τό βλέμμα αἰσθητικά, οὔτε μόνο γιατί τά ἀποσπάσματα ἀπό παλιά κείμενα φτωχαίνουν καί ἀσχημίζουν μέ τή μονοτονική γραφή, ἀλλά, κυρίως, γιατί ἡ ἰδιομορφία τῆς ἑλληνικῆς γραφῆς εἶναι ἕνα χαρακτηριστικό στοιχεῖο ταυτότητας. Τό θέμα αὐτό ἔχει πρό πολλοῦ πάρει τόν, συνηθισμένο στή χώρα μας, δρόμο τῶν διχασμῶν καί τῶν ἀντιθέσεων. Ἐδῶ ἁπλῶς ἐκφράζουμε ἰδιαιτερότητες καί ζητᾶμε τήν πολυμορφία. Αὐτό εἶναι ἕνας πλοῦτος, ἄν ἀποφύγουμε τίς ἀπαιτήσεις γιά ἀπόλυτη κυριαρχία τῆς μιᾶς ἤ τῆς ἄλλης ἄποψης.Ὅσο γιά τό ὕφος αὐτό ἀποτελεῖ τή βάση τῆς ἀποδοχῆς τοῦ κειμένου ἀπό τόν ἀναγνώστη. Προσπάθησα νά βρῶ ἕνα ὕφος, ὅσο μποροῦσα βέβαια. Ἕνα βιβλίο ἀρχίζει νά ὑπάρχει μέσα ἀπό τόν ἀναγνώστη. Ἕνα βιβλίο εἶναι ἕνα παράδοξο ὅπου συναντῶνται οἱ μυστικές ζωές.Ἀντιλαμβάνομαι τό βιβλίο ὡς ἕνα περίπλοκο σύμβολο καί ἕνα ἀντικείμενο μέ αὐτοδύναμη ὑπόσταση. Τό βιβλίο δέν εἶναι ἕνα τεχνικό ἀντικείμενο. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἕνα βιβλίο πρέπει νά ὑπάρχει αἰσθητικά καί νά γεννᾶ τέρψη. Μέ τούς στόχους αὐτούς πραγματοποιήθηκε τό βιβλίο.
10. Η ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ. Αὐτός πού τόν ἀπασχολεῖ ἕνας συγκεκριμένος τόπος καί ἐνδιαφέρεται γι' αὐτόν, εἶναι ἀπαραίτητο νά χρησιμοποιεῖ καί τίς πρακτικές καί ἐπαγγελματικές δυνατότητες αὐτοῦ τοῦ τόπου. Ἔτσι, αὐτές ἐπιβιώνουν καί ἀναπτύσσονται. Μαζί τους ἐπιβιώνει καί ἀναπτύσσεται καί ὁ τόπος. Τό βιβλίο μας τυπώθηκε στήν Ξάνθη καί πιστεύω ὅτι ὁ τυπογράφος ἔδωσε ἕνα παράδειγμα πρός συνέχιση.Στήν Ξάνθη δέν ὑπάρχει τυπογραφική παράδοση. Τό ΠΑΚΕΘΡΑ ἐκδίδοντας βιβλία, ἄρχισε ἀπό τό μηδέν. Ψάξαμε γιά νά βροῦμε πῶς γίνεται ἡ ἐπιμέλεια ἑνός βιβλίου. Στό τέλος, μελετήσαμε τή σχετική βιβλιογραφία. Τό βιβλίο μας βασίζεται στό ἐγχειρίδιο τοῦ ἐκδοτικοῦ οἴκου Thames and Hudson καί στή δουλειά τοῦ βραβευμένου Ἑλβετοῦ Jost Hochuli, ὁ ὁποῖος ἐπιμελεῖται κυρίως ἐκδόσεις τοπικότητας. Ἐπιλέξαμε στοιχεῖα ἀπό τήν ἑλληνική τυπογραφική παράδοση τῆς Βενετίας, ἔχοντας κατά νοῦ μία μεταμοντέρνα αἰσθητική.Καί, ἀφοῦ μιλᾶμε γιά τήν πραγματοποίηση τοῦ βιβλίου, θά κλείσω μέ κάτι χαρακτηριστικό: Ὅταν ἀρχίσαμε νά σχεδιάζουμε τό βιβλίο συνοψίσαμε τήν πρώτη μας συζήτηση μέ τόν φιλόδοξο στόχο: "Νά προσπαθήσουμε νά κάνουμε ἕνα βιβλίο, πού γι' αὐτό θά ποῦν: κοιτάξτε τί ἔκαναν αὐτοί ἐκεῖ στήν Ξάνθη!". Τήν ἴδια ἐποχή, γνωστός μου ἐκδότης ἐξαιρετικά φροντισμένων βιβλίων, ἀκούγοντας τά σχέδιά μου, μοῦ εἶπε: "Εἶστε ἐρασιτέχνες. Θά κάνετε ἐκεῖ στήν Ξάνθη ἕνα βιβλίο Καραγκιόζη!". Πρίν λίγο καιρό, βρέθηκα σέ κάποιο βιβλιοπωλεῖο στήν Ἀθήνα καί ἔδειξα τό βιβλίο μου στόν βιβλιοπώλη. Κατά τύχη βρισκόταν ἐκεῖ κοντά μας κάποιος ἄλλος ἐκδότης. Πλησίασε καί ἄρχισε νά περιεργάζεται τό βιβλίο. Τέλος, μέ ρώτησε: "Αὐτό τό βιβλίο τό φτιάξατε στήν Ξάνθη;", καί γυρίζοντας πρός τόν βιβλιοπώλη, τοῦ εἶπε: "Κοίταξε τί ἔκαναν αὐτοί ἐκεῖ στήν Ξάνθη! "

Πέμπτη 2 Σεπτεμβρίου 2010

Παρουσίαση του βιβλίου του Δημήτρη Μαυρίδη "Από την Κωνσταντινούπολη στη Ραιδεστό. Σε αναζήτηση της νεοελληνικής ταυτότητας"


ΣΤΟΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
ΑΘΗΝΑ, 24 ΜΑΡΤΙΟΥ 2004 – ΩΡΑ 20.00

  

Επιμέλεια έκδοσης:   Δ. Μαυρίδης
Τυπογράφος        :   Μιχάλης Πασχίδης, Ξάνθη
Στοιχεία βιβλίου   :  Σελ. 296, χαρτί σαμουά 120 γρ.
Περιλαμβάνονται 48 φωτογραφίες σε πολυ­χρωμία, 3 χάρτες και 18 σχέδια.
Χορηγός              :   Βιομηχανική Τεχνολογία Α.Ε., Αθήνα

  

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗΣ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
ΤΟΥ Δ. ΜΑΥΡΙΔΗ
«ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ ΣΤΗ ΡΑΙΔΕΣΤΟ»
Στοά του Βιβλίου – 24 Μαρτίου 2004 – Ώρα 20.00


Προσφώνηση από τον Νίκο Κελέρμενο, ιατρό, μέλος του ΠΑΚΕΘΡΑ


Προσφώνηση από τον Νίκο Γεννάδιο, δικηγόρο, πρό­εδρο του «Συλλόγου Ξανθιωτών και Φίλων Ξάνθης».


Ανάγνωση αποσπάσματος για τη σύγχρονη Κωνσταντι­νού­πο­λη από τη θεατρολόγο και ηθοποιό Χριστιάννα Μαντζουρά­νη


Παρουσίαση του βιβλίου από τον καθηγητή Μιχάλη Με­ρακλή


Ανάγνωση αποσπάσματος εδαφίου για τους νεοφερ­μένους Ανατολίτες στη Ραιδεστό, από τη Χριστιάννα Μαντζουρά­νη


Παρουσίαση του βιβλίου από τον φιλόλογο Κώστα Μπα­λά­σκα


Ανάγνωση αποσπάσματος σχετικού με τον Ανατολικό και τον Δυτικό ευρωπαϊκό πολιτισμό, από τη Χρι­στιάννα Μαντζου­ράνη


Σχολιασμός για τα θέματα του βιβλίου από τον Δημή­τρη Μαυ­ρίδη


Ανάγνωση αποσπάσματος του επιλόγου του βιβλίου από τη Χριστιάννα Μαντζουρά­νη


Κλείσιμο της εκδήλωσης από τον Νίκο Κελέρμενο





ΠΡΟΣΦΩΝΗΣΗ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΕΛΕΡΜΕΝΟΥ


ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΘΡΑΚΗΣ (ΠΑΚΕΘΡΑ) είναι ένας πολιτιστικός φορέας με τη νομική μορφή της μη κερδο­σκοπικής εταιρείας, που ιδρύθηκε το 1992 και εδρεύει στην Ξάνθη. Αποτελεί ένα οργανισμό συλλογικής δράσης προσώπων από τη Θράκη και την υπόλοιπη Ελλάδα.
Κύρια πεδία έρευνας, παραγωγής και δράσης του ΠΑΚΕΘΡΑ είναι ο ευρύτερος χώρος της ιστορικής Θράκης, η πόλη της Ξάν­θης, αλλά και η γενικότερη ελληνική παρουσία, με έμφαση στον Ανατολικό Ελληνισμό. Επί πλέον, το ΠΑΚΕΘΡΑ επιδιώκει να συμ­βάλει στην κοινωνική πραγματικότητα, στον ζώντα πολιτισμό, την πνευματική ζωή και στην ανάδειξη και προστασία του φυσικού πε­ριβάλλοντος της Θράκης.
Κατά τη διάρκεια των δώδεκα ετών της ζωής του ΠΑΚΕΘΡΑ, δημιουργήθηκε ένα έργο που αθροίζει είκοσι τέσσερεις εκδόσεις, ένα επιστημονικό περιοδικό, δεκάδες διαλέξεις, δεκάδες εκθέσεις, σειρές μαθημάτων και πλήθος από άλλες δράσεις και παραγωγές. Ήδη βρίσκονται υπό έκδοση οκτώ βιβλία και οργανώνεται κοινω­νική και ανθρωπιστική δράση του ΠΑΚΕΘΡΑ στη νήσο Ίμβρο.
Το βιβλίο που παρουσιάζουμε απόψε αποτελεί από άποψη προετοιμασίας και ευρύτητας περιεχομένου και στόχων μία νέα αντίληψη στις εκδόσεις μας. Ο συγγραφέας Δημήτρης Μαυρίδης είναι δραστήριο μέλος του ΠΑΚΕΘΡΑ και αντιπρόεδρός του.
Όσο για την αισθητική, τη μορφή και την ποιότητα της έκδο­σης, είμαστε ικανοποιημένοι γιατί βασιστήκαμε στις τοπικές δυνα­τότητες της Θράκης και τις αξιοποιήσαμε, τυπώνοντας το βιβλίο στην Ξάνθη.


ΠΡΟΣΦΩΝΗΣΗ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΓΕΝΝΑΔΙΟΥ


Κυρίες και κύριοι,

ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΤΟΥ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ Ξανθιωτών και Φίλων Ξάνθης «Οι Ταξιάρχαι», σας καλωσορίζω στην αποψινή παρουσίαση του βι­βλίου του κυρίου Δ. Μαυρίδη. Είναι ιδιαίτερη χαρά για μας, στα πλαίσια των δραστηριοτήτων του συλλόγου μας, ο οποίος ιδρύθηκε το 1974, να προωθούμε τη συνεργασία με φορείς και συλλόγους της Ξάνθης και να προβάλουμε το έργο τους στην Αθήνα. Είναι μια προσπάθεια, που έχουμε εντείνει τα τελευταία χρόνια. Χαιρόμαστε για την ανταπόκριση που έχει και ελπίζουμε να συνεχίσουμε με τον ίδιο ρυθμό και στο μέλλον.
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα:
Ο συγγραφέας είναι αντιπρόεδρος του ΠΑΚΕΘΡΑ, έχει ζήσει στην Ξάνθη τα παιδικά του χρόνια και έχει στενούς δεσμούς με την πόλη, στον παραδοσιακό οικισμό της οποίας διατηρεί σπίτι.
Ο συγγραφέας δεν έχει μόνο γνώση τής ευρύτερης Ανατολής και των γεωγραφικών χώρων, όπου μέχρι πρόσφατα κατοικούσαν οι Έλληνες, αλλά και η απώτερη καταγωγή του ανάγεται εκεί, ενώ ο ίδιος διαθέτει βιωματική σχέση και αντίληψη για την ιστορική και την πολιτισμική παρουσία του Ανατολικού Μείζονος Ελληνι­σμού. Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον το ότι ο συγγραφέας δεν περιορί­ζεται στην καταγραφή και αποτύπωση μίας σπουδαίας ιστορικής και χαρακτηριστικής πραγματικότητας, αλλά συνδέει την ανατο­λική διάσταση τού Ελληνισμού με τη σύγχρονη προβληματική της χώρας μας και του λαού μας, μέσα στις προκλήσεις ενός πολύπλο­κου και μεταβαλλόμενου κόσμου.






ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ, Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΤΑΞΙΔΙΟΥ
(Απόσπασμα από τις σελ. 23,24)

ΞΕΚΙΝΗΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ για τη Ραιδεστό ένα φθινοπωρινό πρωινό. Ο δρόμος, πηγαίνοντας δυτικά, κοντά στη θάλασσα, αγγίζει τους μαλα­κούς λόφους της Θράκης και περνά δίπλα από την παραλία της Προποντίδας, τη γεμάτη, σε συνεχή παράταξη, με μεγάλες ομάδες από θηριώδεις, νεόκτιστες η υπό οικοδόμηση πολυκατοικίες. Πάνω στους λόφους ξεχωρίζουν, εδώ κι' εκεί, οι πα­νάρχαιοι ταφικό τύμβοι που χαρακτηρίζουν την έξοχη της Θράκης. Κάθε φορά που περνώ από τον δρόμο αυτό, θυμάμαι το πρώτο μου ταξίδι εκεί, πριν είκοσι οκτώ χρόνια, πόση εντύπωση μου έκανε τότε το ολιγάνθρωπο της Ανατολικής Θράκης. Τώρα, αυτό άλλαξε με τρόπο που γεννά ανησυχητικές απορίες.
Αν λογαριάσουμε τον Βόσπορο, την ασιατική ακτή της Βιθυνίας και το οικο­δομημένο μήκος της παραλίας της Προποντίδας, η Κωνσταντινούπολη απλώνεται σήμερα σε μια παράλια γραμμή με μήκος κοντά στα διακόσια τόσα χιλιόμετρα, που την κατοικούν δέκα πέντε εκατομμύρια άνθρωποι. Είναι μια κοσμόπολη, που ξεραίνει τα πάντα στο άπλωμα της, απομυζά την υπόλοιπη χώρα, καταστρέφει τα ίχνη του παρελθόντος και δημιουργεί ένα κατ' εξοχήν αντιαισθητικό νέο χώρο.
Δεν ξέρω πως αισθάνονται στις θηριώδεις πολυκατοικίες, στα περιτειχι­σμένα, φρουρούμενα, πολυτελή εξοχικά ή στις αυθαίρετα κτισμένες παράγκες "της νύχτας" οι νεήλυδες από την Ανατολή, που μετοικούν ταχύτατα στην Κων­σταντινούπολη και τη Θράκη, αλλά εγώ μόνο σαν εφιάλτη αισθανόμουν αυτά που έβλεπα.
Και τι άλλο από εφιάλτης μπορεί να είναι η παράταξη δεκάδων και εκατον­τάδων, πανομοιότυπων κατά ομάδες, γιγαντίων πολυκατοικιών σε έκταση δεκά­δων χιλιόμετρων ; Ο εφιάλτης είναι η αστική έρημος, όπου το άτομο συντρίβεται μέσα στο χωρίς τέλος καταθλιπτικό δομημένο χάος. Ο εφιάλτης είναι τα υβρι­στικά και απειλητικά μεγέθη˙ είναι, ακόμη, η ενοχλητική έλλειψη αισθητικής στις μάζες των άμορφων κτισμάτων, που διακόπτονται μόνο από κάποιο κατάλευκο τεράστιο τζαμί. Αυτά τα νεόκτιστα η υπό ανέγερση τζαμιά, καθώς εμφανίζονται σε κανονικά διαστήματα, γρήγορα αποκτούν μια ομοιομορφία, που εξαφανίζει την πρώτη εντύπωση των πανύψηλων μιναρέδων, που λογχίζουν τον ουρανό και τα σύννεφα.
"Καλύτερα που τελικά δεν κατόρθωσαν οι Έλληνες να αποκτήσουν την Κωνσταντινούπολη" – έγραφε ο Άρνολντ Τόυνμπη – "θα δημιουργούσαν έναν αστικό εφιάλτη που θα τους έπνιγε". Αυτό ακριβώς έγινε τώρα, εβδομήντα εννέα χρόνια μετά την είσοδο του νικηφόρου Κεμαλικού Στράτου στην Κωνσταντινού­πολη. Αυτόν τον "αστικό εφιάλτη" δημιούργησαν οι ανατολίτες που ζουν τώρα εδώ. Είναι η ζοφερή εκπλήρωση του λόγου του Κεμάλ το 1929 : "Στο εξής η Κων­σταντινούπολη δεν θα κυβερνά την Ανατολία, αλλά θα πρέπει να την ακολουθεί". Η Κωνσταντινούπολη ανήκει τώρα στην Ανατολία.
Η Κωνσταντινούπολη, βέβαια, κρατά στο ιστορικό της κέντρο, τον αέρα της αυτοκρατορικής μητρόπολης με τους απεριόριστους ορίζοντες, τους μεγαλειώδεις δημόσιους χώρους και τα εντυπωσιακά μνημεία, τον κοσμοπολιτισμό της Πόλης, της πρωτεύουσας της οικουμενικής αυτοκρατορίας, τη μοναδική ομορφιά της, τη θαλπωρή της πατρίδας και τη μυστική της λάμψη ως μυθικού κέντρου της Ρωμιο­σύνης. Είναι η πόλη η οποία για δέκα έξη αιώνες αποτελούσε το κέντρο του Ελλη­νισμού. Όμως, τη σύγχρονη μας τρίτη Άλωση, ή καλύτερα με άλλα λόγια, τον τρομακτικό δυναμισμό της Ανατολής που τραβά προς τη Δύση, δεν τον υποψιάζε­ται κανείς, παρά μόνο αν βρεθεί και διασχίσει τα προάστια της Κωνσταντινού­πολης ή την εφιαλτική ανοικοδόμηση στις παραλίες της Προποντίδας.
Όπως σε όλο τον κόσμο σήμερα, τα εκατομμύρια των νεοφερμένων ξένων συνωθούνται και στην Κωνσταντινούπολη, κάτω από την ακατανίκητη έλξη και τη θανάσιμη ομορφιά του σαγηνευτικού δράκου της κοσμόπολης. Στην κοσμό­πολη πραγματοποιείται η καταστροφή της ιδιαιτερότητας και η λήθη του παρελ­θόντος. Ποτέ, στη διάρκεια των χιλιάδων χρόνων της ζωής των πολιτισμών, κανείς δεν κατόρθωσε να μεταμορφώσει την οικουμένη, όπως σήμερα η δυτικο­ποίηση.


ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΙΧΑΛΗ ΜΕΡΑΚΛΗ


ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΤΑΞΙΔΙ έκανε σχετικά πρόσφατα ο κ. Μαυρίδης: από την Κωνσταντινούπολη στη Ραιδεστό (και με μιαν εκδρομή δυτι­κότερα, στο Ιερό Όρος και τα χωριά και τις κωμοπόλεις του, τα Γανόχωρα)˙ ικανό ωστόσο να τον συγκλονίσει, όχι μόνο ως Έλ­ληνα, με τις σαρωτικές αλλαγές στον όλο χώρο της διαδρομής, καθώς και στη δεύτερη σε αξία μετά την Κωνσταντινούπολη, άλλοτε βέβαια, Ραιδεστό. Το χώρο έχει γενικά κυριεύσει πια, και εδώ, η αστική πλημμύρα «Πρόλαβα, γράφει, τις ελληνικές πόλεις γύρω στο 1950, να έχουν η κάθε μία μοναδική ατομικότητα και χαρακτήρα. Η παρουσία και το θαύμα μιας χαρακτηριστικής ψυ­χής φαίνονταν τότε να είναι ανεξίτηλα. Θύμιζαν, εκείνη την πρό­σφατη εποχή, οι ελληνικές πόλεις, τον βυζαντινό κώδικα του Ιουστινιανού, που φρόντιζε για τα κτίσματα: "ώστε διδόναι κάλλος με τη πόλει, ψυχαγωγίαν δε τοις βαδίζουσιν". Παρ΄ όλη τη φτώ­χεια, η ελληνική πόλη της εποχής εκείνης έδινε τέρψη στους κα­τοίκους της. Τέρψη, που είναι αδύνατη σήμερα μέσα στην αισθητική πενία του σημερινού αστικού περιβάλλοντος, στην έλ­λειψη δημόσιων χώρων και στις πρακτικές δυσκολίες, που σε κάθε βήμα μας αντιμετωπίζουμε ζώντας στη σύγχρονη ελληνική πόλη. Ο πολιτισμός ανθίζει μέσα στις πόλεις και μαραίνεται μαζί με αυτές. Το ίδιο, λοιπόν, συμβαίνει και σήμερα εδώ στην Τουρκία, την κλη­ρονόμο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και κυρίαρχο της Ανατο­λής».
Και βέβαια, το ίδιο συμβαίνει, όπως είπα, και στη Ραιδεστό, όπου υπήρχε και το σπίτι του παππού του. «Ψάχνοντας μέσα στα οικόπεδα και αλάνες, δίπλα θλιβερές πολυκατοικίες και σε ξεχαρ­βαλωμένα χαμόσπιτα, ανάμεσα σε μισογκρεμισμένους τοίχους και χαλάσματα, ανάμεσα σε μισογκρεμισμένους τοίχους και χαλά­σματα, μπάζα και σκουπίδια», άρχισε να ανακαλύπτει κάποιο πα­λαιότατο σχέδιο, «πάνω στο οποίο κτίζονται και ξανακτίζονται κατοικίες, αφού τα περιγράμματα των δρόμων παραμένουν αναλ­λοίωτα». Έτσι προέκυψε ο σχεδιασμένος από τον ίδιο και το συ­νεργάτη και φίλο του κ. Αϊβαλιώτη χωροταξικός χάρτης της Ραιδεστού. Με τη βοήθεια εξάλλου και μιας φωτογραφίας του 1922 ανακάλυψε το ξύλινο σπίτι του παππού, με ρίγος ψυχής. «Στέκεται άθικτο σαν από θαύμα, μας λέει, μέσα στη γειτονιά που κάηκε κι αυτή μαζί με τον Φραγκομαχαλά πριν πολλά χρόνια». Οι τωρινοί ένοικοί του, τον δέχθηκαν ευγενικά, η περιγραφή που κά­νει του χώρου και μαζί της δικής του εσωτερικής αντίδρασης, είναι τέτοια που αξίζει ή και πρέπει να την ακούσετε, γιατί οδηγεί και στο κέντρο αυτού που αναζητεί και είναι, όπως και ο υπότιτλος του βιβλίου μαρτυρεί: η νεοελληνική ταυτότητα. «Ξανααισθάνθηκα, καθώς καθόμουν εκεί στο παλιό σαλόνι του παππουδικού μου σπι­τιού, και μέσα στο ημίφως του δειλινού, μία ευχάριστη θλίψη, τη γνήσια ρωμαίικη χαρμολύπη. Ένα συναίσθημα, που σήμερα με τη συνεχή κίνηση, τον θόρυβο των αυτοκινήτων και τη μόνιμη πα­ρουσία της τηλεόρασης, δυστυχώς γεννιέται σπάνια. Τα ψηλοτά­βανα αυτά κτήρια με τα πολύχρωμα τζάμια στο υπέρθυρο της εισόδου, τον φωτισμό με τη λάμπα πετρελαίου, με κεριά ή με αχνούς γλόμπους, ταιριάζουν στην αίσθηση αυτής της ευχάριστης θλίψης, που συνήθως απλώνεται το σούρουπο μετά την καφέ και μέσα στο ημίφως και τη σιωπή ή τις ψιθυριστές ομιλίες. Θυμάμαι τέτοια δειλινά στις προσφυγικές γειτονιές της Καβάλας ή της Ξάν­θης, όταν αργά το απόγευμα, μετά τη δουλειά, η θλίψη των σκλη­ρών βιωμάτων και η άφατη νοσταλγία για τον χαμένο κόσμο της νιότης και της πατρίδας, ξετυλίχθηκαν μαζί με μία ανέκφραστη ελπίδα. Αυτή η παράδοξη χαροποιός ελπίδα μέσα στη θλίψη της υπαρξιακής απογοήτευσης, αυτή η χάρη που μας επιτρέπει να "ανυψούμεθα ταπεινωμένοι", είναι ένα από τα πολύτιμα στολίδια της ιδιότροπης παράδοσής μας».
Ο κ. Μαυρίδης αναζητεί τη νεοελληνική ταυτότητα ταξιδεύο­ντας σε τόπους εκτός Ελλάδας, που όμως ήταν, άλλοτε, έως, σχεδόν πρόσφατα, ελληνικοί. Διόλου ως μεγαλοϊδεάτης, με την τρέχουσα, καταχρηστική και φθαρμένη έννοια (και εξαιτίας μιας άκριτης, απόλυτης υπονόμευσης που επιχειρήθηκε)˙ ο ίδιος πιστεύει «ότι ο νεοελληνικός εθνικισμός είναι μία παθολογία της Μεγάλης Ιδέας, η οποία υπάρχει έξω από στενόκαρδους εθνικι­σμούς». Και πάντως: από τα ερείπια ενός χαμένου ελληνισμού, πάνω στα οποία χτίζεται ένας κόσμος (που, σημειωτέον, εξελίσσε­ται σε ολοένα λιγότερο, επίσης, τουρκικό) αντλεί στοιχεία που τον βοηθούν να συνειδητοποιήσει το τι είμαστε. «Οι συζητήσεις για το αν ανήκουμε στη Δύση ή στην Ανατολή μας αλλοτριώνουν. Γιατί είμαστε μόνον αυτό που είμαστε. Δεν ανήκουμε ούτε στη Δύση, ούτε ανήκουμε στην Ανατολή, ούτε βρισκόμαστε ανάμεσά τους. Ανήκουμε μόνο σε αυτό πού είμαστε» −γράφει. Και θα πρόσθετα εγώ, ότι εκεί, στην Ανατολή, ο ελληνισμός βοηθιόταν στο να αφο­μοιώνει σωστά και τη Δύση, μια διαδικασία που, βέβαια στα μέτρα των εποχών, είχε αρχίσει από τους χρόνους, τους αιώνες του Βυ­ζαντίου, το οποίο άλλωστε ο κ. Μαυρίδης θεωρεί αναγκαίο να συνυπολογίζουμε στην αναζήτηση της ταυτότητάς μας (η αγνόησή του, η απόρριψή του, συμβάλλει στην κρίση ταυτότητας που έχουμε). Οπωσδήποτε από τις πιο ουσιαστικές και βαθιά αισθαντι­κές σελίδες, ως προς το κύριο και το καίριο που αναζητείται, είναι αυτές όπου γίνεται λόγος για την παλιά κωμόπολη Περίσταση. Και τελειώνουν με τις εξής δύο παραγράφους: «Τα τελείως πρόσφατα κοσμοϊστορικά γεγονότα: η κρίση των ιδεολογιών, η απαξίωση των ουτοπιών, η κυριαρχία της παγκοσμιοποίησης και της κομφορμι­στικής πληροφόρησης, η επιβολή της δυτικοποίησης, η αμφισβή­τηση της ιδέας της ανάπτυξης και οι γύρω μας εθνικισμοί, δημιουργούν συνθήκες συνείδησης της κρίσης ταυτότητας του Ελ­ληνισμού, μέσα από την καθολική του κρίση.
»Η προσωπική μου αυτή διανοητική εμπειρία δεν είναι άσχετη προς τα ρεύματα που διαπερνούν την ελληνική κοινωνία. Μου φαίνεται ότι η παρούσα φάση της διαχρονικής μας κρίσης ταυτό­τητας πλησιάζει σε αποφασιστική καμπή. Η προσέγγισή μας σε μία κατάσταση αυτογνωσίας, βοηθούσης της οικονομικής μας ανάπτυ­ξης, ίσως, παρά τη γεωγραφική και τη δημογραφική μας συρρί­κνωση, μας οδηγήσει στο να ξεπεράσουμε τα μεγάλα προβλήματα που σήμερα αντιμετωπίζουμε. Μία τέτοια προοπτική θα έχει μεγάλη σημασία για μας ως ιστορικό λαό, αλλά και μακρύτερα από μας. "Εν τω γένει των Ελλήνων η σοφία βασιλεύει"».
Με τις φράσεις αυτές κλείνει το πρώτο μέρος του βιβλίου (ας πούμε κατά σύμβαση: το περιγραφικό του ταξιδιού), το οποίο όμως συμπληρώνεται με δύο παραρτήματα 150 σελίδων, καθώς και χρήσιμο χρονολογικό πίνακα, συστηματική αναφορά στις πη­γές που χρησιμοποιήθηκαν, εξήγηση των σημασιών των όρων, διε­ξοδικότατα ευρετήρια προσώπων και ονομάτων.
Όσον αφορά τα δύο αυτά παραρτήματα, θα μπορούσαν να αποτελέσουν και δύο αυτοτελή βιβλία με την πληρότητα των στοι­χείων που περιέχουν, αλλά η διάταξη αυτή του όλου σε τρία επί­πεδα το καθιστά πιο ευάγωγο και ευανάγνωστο, ενώ υπάρχει ακόμα και η προσφύης πρόθεση να επανέρχεται ο αναγνώστης, με διαφορετικό τρόπο, στα κορυφαία ζητήματα που τίθενται και εξε­τάζονται.
Έτσι το πρώτο παράρτημα, "Φωτογραφίες με υπομνήματα και σχέδια" με συχνά σπανιότατες, αλλά και αλλιώς σημαντικές φωτο­γραφίες, φωτίζουν, με τον ανάλογο σχολιασμό, την ιστορία και κυ­ρίως το πολιτιστικό παρελθόν των αστικών χώρων, με την κοινωνική και πνευματική δράση και ακτινοβολία (δημιουργία συλλόγων με στόχο την παιδεία από τις κοινότητες κ.λ.π.).
Το δεύτερο παράρτημα, "Αναγωγή από την εμπειρία στη θεω­ρία και σημειώσεις", διευρύνει και εμβαθύνει σε σκέψεις και πα­ρατηρήσεις που έγιναν στο κυρίως μέρος ως αντίδραση στα ερεθίσματα που προκάλεσε η περιήγηση του χώρου. Είναι ένα κομμάτι που θα όφειλαν να προσέξουν όλοι, όσους απασχολεί το ζήτημα της εθνικής ταυτότητας αλλά και της εξέλιξης του πολιτι­σμού εν γένει, σήμερα. Με σεμνότητα αλλά και με πατριωτικό και ανθρωπιστικό ζήλο γράφει ο κ. Μαυρίδης προς το τέλος: «Η ανα­γωγή από την εμπειρία στη θεωρία ανακαλύπτει τεράστιους χώ­ρους προβλημάτων και ερωτημάτων, τα οποία δεν είναι δυνατό να αντιμετωπισθούν από ένα πρόσωπο. Γι’ αυτό, παρ’ όλη τη δυ­σπιστία μου για τις διανοούμενες και τις ιδεοληψίες που τους τυραννούν, κατέφυγα σε κείμενά τους που ήδη σε ανύποπτο χρόνο είχα διαβάσει. Τέτοια κείμενα οδήγησαν σε έκθεση αντιλήψεων και σε σχόλια για ζητήματα όπως: η παγκόσμια κυριαρχία, η κρίση ταυτότητας, η σημασία της πατρίδας, η σημασία του ιερού, η ση­μασία του μυστικού, η έννοια της μεταφυσικής, ο αγιασμός της φύσης, η σημασία της κοσμόπολης, ο αστικός εφιάλτης, το ιδιό­μορφο, το τραγικό και η μοναξιά των Ελλήνων, η ελληνική παρά­δοση, ο Ανατολικός Μείζων Ελληνισμός, η χαρμολύπη, η έννοια της επαναβίωσης, ο επιπολιτισμός, η νεοελληνική αλλοτρίωση και αρκετά άλλα. Τίποτα από αυτά, λοιπόν, δεν είναι πρωτότυπο, αν και τα περισσότερα σπάνια αναφέρονται. Είναι, όμως, επιτακτικά επίκαιρα, αφού μας βοηθούν να προσεγγίσουμε την πραγματικό­τητα και το καθολικό».
Κατατίθενται σκέψεις και ιδέες που προκαλούν για παραπέρα εμβαθύνσεις. Δίνω ένα δύο παραδείγματα. Μιλώντας για τη δια­φορά ανάμεσα στην πόλη και τη σύγχρονη, εξαπλωμένη από την υφήλιο κοσμόπολη, όπου «επιβάλλεται μια απρόσωπη λειτουργι­κότητα, ως δεσμός ανθρώπου και τεχνικής» αναφέρεται σε υπο­σημείωση και σε κάτι οικείο, που νοιώθουμε κιόλας πολύ να μας κολακεύει: «…το νέο αεροδρόμιο, η πύλη δηλαδή της ξακουστής πόλης της Αθήνας και όλης της πασίγνωστης για τον πολιτισμό και την ιστορία της Ελλάδας, δεν διαθέτει κανένα ιδιαίτερο πολιτι­στικό ή αισθητικό χαρακτήρα., σε πείσμα των ελληνικών παραδό­σεων. Δεν υπάρχουν σύμβολα ή στοιχεία ταυτότητας. Πού, τέλος πάντων, φθάνει ο ταξιδιώτης; Βρισκόμαστε σε ένα δημόσιο χώρο χωρίς αρχιτεκτονική και ύφος, με αποκλειστικά λειτουργικό και διεθνιστικό χαρακτήρα». Θα παρατηρούσα πως και όταν, δήθεν, χρησιμοποιούνται σύμβολα ή στοιχεία ταυτότητας, "πλαστικο­ποιούνται", αποβάλλουν οποιοδήποτε πραγματικό στοιχείο ταυτό­τητας, εξουδετερώνονται κυριολεκτικά: παράδειγμα κωμικο­τραγικό ο Φοίβος και η Αθηνά των ολυμπιακών αγώνων, που θα μπορούσαν, αν υπήρχε κάποια συνείδηση και ευαισθησία παράδοσης, να έχουν φιλοτεχνηθεί με τις μοναδικές γραμμές και φιγούρες της αρχαίας αγγειογραφίας κι όχι ως τετριμμένες, ανού­σιες καρικατούρες ενός κακού Γουώλτ Ντίσνεϊ.
Ο κ. Μαυρίδης υποστηρίζει το ασύμπτωτο δυτικού ευρωπαϊ­κού και ελληνικού πολιτισμού. Διαβάζω μεταξύ άλλων: «Όσοι πι­στεύουν ότι οι Έλληνες είμαστε το ίδιο με τους δυτικούς Ευρωπαίους δεν έχουν παρά να ρίξουν μια ματιά στους γοτθικούς ναούς της καθολικής και προτεσταντικής Ευρώπης. Εκεί, είναι χαρακτηριστική η λατρεία του άπειρου, του άπιαστου, του άμε­τρου, του υπερβολικού. Ο βέβηλος και άκρατος δυναμισμός της δυτικοευρωπαϊκής ψυχής δεν έχει καμιά σχέση με την προσέγγιση στους εξαίσιους χώρους των ουρανών, την οποία η Ανατολική Χρι­στιανοσύνη πραγματοποίησε παντού, από τα ταπεινά εξωκλήσια της ελληνικής γης έως τα μεγαλεία της Αγίας Σοφίας και της μονής της Χώρας των Ζώντων. Τα μέγιστα αυτά κατορθώματα δημιουρ­γήθηκαν με μία τεχνολογία που δεν έχει και αυτή σχέση με τη δαι­μονική, αλαζονική τεχνολογία των Δυτικών, που σήμερα απειλεί όλους μας, ως όργανο και έκφραση της παγκόσμιας κυριαρχίας.» Ειδικά η ενότητα 17 του δεύτερου παρατήματος, με τον τίτλο: "Δυ­τικός και ανατολικός ευρωπαϊκός πολιτισμός", θ΄ άξιζε ν' αποτελέ­σει την αφετηρία μαθημάτων σε νέους που σπουδάζουν και μελετούν ζητήματα του πολιτισμού και του πολιτισμού μας, ακόμα και χάρη στις αντιδράσεις που θα μπορούσε να προκαλέσει σε επι­μέρους θέσεις, όπως για τη δυτική μουσική, τη σύγχρονη "αγγλο­σαξονική" ειδικότερα, που ενθουσιάζει ειδικότερα της νεότερες γενιές.
Οπωσδήποτε, όσον αφορά την "κρίση ταυτότητα στην Ελ­λάδα", (θέμα στο οποίο επίσης αφιερώνει και ξεχωριστή ενότητα, πάντα στο δεύτερο επίμετρο), χωρίς να παραβλέπει και να υπο­τιμά τίποτα απ' όσα την προκαλούν (έχει άλλωστε την ευκαιρία να πει επανειλημμένα, ότι η κρίση ταυτότητας δεν αφορά, στις μέρες μας, μόνο την Ελλάδα), είναι αισιόδοξος: «Η κρίση ταυτότητας στην Ελλάδα συμβαδίζει με την έντονη αλλοτρίωση των μορφών, των πρακτικών και των εκδηλώσεων της ελληνικής ζωής, και υφί­σταται διότι ο πυρήνας του ελληνικού πολιτισμού, του ελληνικού ήθους, και της ιστορικότητας του ελληνικού έθνους, αντιστέκεται με πείσμα και παραμένει σχετικά άθικτος, κάτω από ποικίλες και ποικιλόμορφες μεταλλάξεις και διαφοροποιήσεις των μορφών και των επιφαινομένων. Ωστόσο, κατά τις τελευταίες δεκαετίες, υπο­βαθμίζονται και περιθωριοποιούνται σταθερά οι πολιτιστικές μας ιδιαιτερότητες με την κυριαρχία και την επιβολή των Μέσων Μα­ζικής Ενημέρωσης. Είναι πολύ παρήγορο το ότι στην κατάσταση αυτή αρχίζει να υπάρχει αντίδραση.
»Η Ελλάδα δεν είναι σήμερα η χώρα, όπου αυτό που περιλαμ­βάνει η έννοια του "παραδοσιακού" είναι καθοριστικό στις καθό­λου προσανατολισμούς, ούτε είναι η χώρα όπου το "παραδοσιακό" εμφανίζεται ως ουσιαστικό στοιχείο της καθημερινότητας. Μπο­ρούμε ίσως να συμπεράνουμε ότι ο εκσυγχρονισμός και η προσαρ­μογή είναι μία από τις κυρίαρχες ιδεολογίες. Αυτό όμως, μάλλον θα ήταν εύκολο συμπέρασμα. Κάτω από τα επιφαινόμενα και πέρα από τα λεγόμενα, υπάρχει πάντα και παντού, ζώσα και παρούσα, μια ιδιαίτερη πολιτισμική πραγματικότητα».
Θα δώσω ακόμα ένα παράθεμα, από την επίσης σημαντική ενότητα "Επιστήμη, Εθνικισμός και Ιδεολογία", δηλωτικό των δυ­σχερειών του παρόντος: «Μαζί με την εγκατάλειψη της κλασικής παιδείας και τη στροφή των σημαντικών χωρών της Δύσης στη χρησιμοθηρική και εργαλειακή εκπαίδευση μεταλλάσσονται και οι επιστημονικές επιδιώξεις. Στην εγκατάλειψη της κλασικής παι­δείας ακολουθεί η Ελλάδα, τρέφοντας την κρίση ταυτότητας που μας τυραννά. Η επιστήμη και η έρευνα παίρνουν μία συμβατή και βοηθητική του συστήματος διαχείρισης του πλανήτη και εντάσσο­νται στον κρατικοοικονομικό σχεδιασμό. Οι αξίες δεν έχουν θέση, αλλά σχετικοποιούνται μέσα σε εργαλειακές μεθόδους για να εξυ­πηρετούν το σύστημα της οικονομικοπολιτικής επιβολής. Είναι μία μορφή ολοκληρωτισμού και μία πάγια τακτική του Αμερικανι­σμού».
Παρά ταύτα είναι τελικά, ξαναλέω, αισιόδοξος. Μήπως είναι, λοιπόν, ένας ρομαντικός κυνηγός χιμαιρών; Δεν θα πρέπει να σπεύσουν να αντιδράσουν απαξιωτικά οι άσπονδοι επικριτές "κοσμοπολίτες διανοούμενοι" πολέμιοι τέτοιων στάσεων. Η ασφα­λής ρεαλιστική τοποθέτηση του κ. Μαυρίδη, −που προτείνεται και για μιαν ευρύτερη και ουσιαστικότερη συζήτηση,− καταδεικνύεται και στην ενότητα με το θέμα: "Η ελληνική πραγματικότητα και ο εκσυγχρονισμός", όπου το θέμα αυτό εξετάζεται και εν σχέσει προς τη σύγχρονη "τουρκική πραγματικότητα" που είναι και αντικεί­μενο κατ' ιδίαν εξετάσεως. «Δυστυχώς ζούμε, γράφει, τα συμπτώ­ματα μιας εξέλιξης, όπου συνεχώς χάνουμε έδαφος, συγκρινόμενοι με τη γειτονική χώρα, με την οποία βρισκόμαστε σε αντιπαράθεση. Εμείς διολισθαίνουμε σε ένα παρασιτικό καταναλωτισμό, αυτοί δημιουργούν μία παραγωγική βάση. Εμείς δεν μπορούμε να παρά­γουμε σύγχρονα προϊόντα ανταγωνιστικά, αυτοί δημιούργησαν μίας εξαγωγική βιομηχανία, παρόλα τα προβλήματά της. Η κατά­πτωση των παραγωγικών δραστηριοτήτων στην ελληνική οικονο­μία αντικατοπτρίζεται στον μαρασμό των ελληνικών εξαγωγών. Ενώ, πριν τριάντα χρόνια, οι τουρκικές εξαγωγές αντιπροσώπευαν μόνο κλάσμα των αντίστοιχων ελληνικών, σήμερα είναι πέντε φο­ρές μεγαλύτερες, με συμμετοχή βιομηχανικών προϊόντων 80%(!). Μιλούσαμε για "στρεβλή ανάπτυξη" και κατασπαταλήσαμε τερά­στιους πόρους χωρίς να επιτύχουμε κανενός είδους ανάπτυξη, εκτός από τους καταναλωτικούς δείκτες. Καταναλώσαμε πόρους που δεν προέρχονται από τον δικό μας μόχθο. Το δημόσιο χρέος της χώρας αυξάνεται με γρήγορους ρυθμούς, χωρίς να γίνονται παραγωγικές επενδύσεις. Καταλήξαμε σε μία οικονομία κακής ποιότητας υπηρεσιών και αγνοήσαμε τη σωστή, ποιοτική, παρα­γωγή αγαθών. Η πιο πρόσφατη μάλιστα εξέλιξη είναι η υιοθέτηση των μορφών της παγκοσμιοποιημένης φιλελευθεροποίησης: μία χρηματοπιστωτική οικονομία, όπου οι παραγωγοί έχουν περιθω­ριακή θέση».

Κυρίες και κύριοι,

Υπάρχουν περιστάσεις, και στη ζωή των λαών, όπου η μόνη ρεαλιστική λύση −με την έννοια της παροχής της δυνατότητας να διασωθεί κάτι ουσιώδες που κινδυνεύει να χαθεί απ' τη ζωή τους, όπως είναι η ιδιαιτερότητά τους,− η μόνη, λέω, ρεαλιστική λύση είναι αυτή που φαίνεται και, καταρχάς και καταρχήν, είναι ρομα­ντική και ουτοπική: εν προκειμένω η προσαρμογή, όπως λέει ο κ. Μαυρίδης, των ιδιομορφιών μας, δηλαδή η οργανική, ζωντανή, που δεν θα τις απεμπολήσει, ένταξή τους, στο σύγχρονο κόσμο. Αναρωτιέται: «Πώς είναι δυνατό να γίνει αυτό; Μήπως είναι ανέ­φικτο; Μήπως είναι αίτημα αντιφατικό;» Ο ίδιος απαντάει: «Σί­γουρα ένα τέτοιο αίτημα χρειάζεται μία μεγάλη και ουσιαστική προσπάθεια αυτογνωσίας, όχι λιγότερο από όσο χρειάζεται και μία προσπάθεια εθνικής δημιουργίας».


Ευχαριστώ



ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΚΑΤΟΙΚΟΥΝ ΣΤΗ ΡΑΙΔΕΣΤΟ ΣΗΜΕΡΑ
(Απόσπασμα από τις σελ. 38-40)

ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ, δεν βρή­κα στη Ραι­δε­στό κα­νέ­ναν, α­πό όσους τυ­χαί­α ρώ­τη­σα, ο ο­ποί­ος να κα­τά­γε­ται α­πό το μέ­ρος αυ­τό. Μαζεύτηκαν πο­λύ πρό­σφα­τα, και συ­νε­χί­ζουν να μα­ζεύ­ον­ται, α­πό μα­κρι­νά μέ­ρη της Α­να­το­λής. Πολ­λοί πά­λι, κρα­τούν α­πό τους αν­ταλ­λά­ξι­μους και τους πρό­σφυ­γες της Σερ­βί­ας, της Βουλ­γα­ρί­ας και της Μα­κε­δο­νί­ας, οι ο­ποί­οι εί­χαν τρα­βή­ξει τα ί­δια και χει­ρό­τε­ρα με τους δι­κούς μας πρό­σφυ­γες. Εί­ναι παν­τού κα­τα­φα­νής η έλ­λει­ψη ε­σω­τε­ρι­κής συ­νο­χής των νε­ή­λυ­δων με τον χώ­ρο στον ο­ποί­ο τώ­ρα κα­τοι­κούν. Υ­πάρ­χει η γνώ­ρι­μη αί­σθη­ση της μη μο­νι­μό­τη­τας, του α­νεκ­πλή­ρω­του, του ελ­λι­πούς και της νο­σταλ­γί­ας χω­ρίς αν­τι­κεί­με­νο. στην Ελ­λά­δα, σε πρώ­τη ευ­και­ρί­α, α­δειά­ζουν οι με­γά­λες πό­λεις για τα χώ­ρια, που ε­πι­σκευ­ά­στη­καν και ξα­να­κτί­στη­καν για τον λό­γο αυ­τό. Στην Τουρ­κί­α τέ­τοι­ες γέ­φυ­ρες με τις ρί­ζες εί­ναι­δύ­σκο­λες. στον δι­ά­χυ­το αυ­τόν ψυ­χι­σμό πρέ­πει να ε­πι­δρά και η νο­μα­δι­κή κα­τα­γω­γή των Τούρ­κων. Το να κα­τοι­κούν κά­που δεν φαί­νε­ται να θε­ω­ρεί­ται ως κά­τι μό­νι­μο.
Στις πρό­σφα­τα κτι­σμέ­νες, νέ­ες ε­κτε­τα­μέ­νες πε­ρι­ο­χές της πό­λης, υ­πάρ­χει μια πλή­ρης και εμ­φα­νής α­ναν­τι­στοι­χί­α του δο­μη­με­νου προς το αν­θρω­πι­νο πε­ρι­βαλ­λον. Τα τε­ρα­στια κτη­ρια, τα δη­μο­σια ερ­γα και οι παν­το­ει­δεις δυ­τι­κο­τρο­πες α­να­πτυ­ξεις, δεν φαί­νε­ται να έ­χουν σχέ­ση προς την αλ­λο­τρι­ω­μέ­νη ά­χρω­μη μά­ζα των α­να­το­λι­τών και των οι­κο­νο­μι­κώς πε­ρι­θω­ρι­ο­ποι­η­μέ­νων η­μια­στών, οι ο­ποί­οι γε­μί­ζουν τους χώ­ρους. Ο χώ­ρος των αν­θρώ­πων φαί­νε­ται να βρί­σκε­ται αλ­λού, να εί­ναι κρυμ­μέ­νος και ά­γνω­στος. Οι άν­θρω­ποι μοιά­ζουν σαν να έρ­χον­ται α­πό μα­κριά και κά­που έ­ξω α­πό την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα των ε­πι­φαι­νο­μέ­νων. Ποι­οι δη­μι­ούρ­γη­σαν τον δο­μη­μέ­νο αυ­τό χώ­ρο; Στην α­να­πτυγ­μέ­νη Δύ­ση και τον υ­πο­α­νά­πτυ­κτο Τρί­το Κό­σμο, ο χώ­ρος εμ­φα­νί­ζε­ται με ε­νάρ­γεια ως δη­μι­ούρ­γη­μα των αν­θρώ­πων, που βρί­σκον­ται και α­παν­τών­ται εν­τός του. Στις με­γά­λες πό­λεις ε­δώ, υ­πάρ­χει μια έν­το­νη αν­τα­νά­κλα­ση της αλ­λο­τρί­ω­σης των α­τό­μων στους δο­μη­μέ­νους χώ­ρους.
Η έλ­λει­ψη ε­σω­τε­ρί­κευ­σης του χώ­ρου φαί­νε­ται, ε­πί­σης, στη μι­ζέ­ρια και στη θλί­ψη του α­στι­κού πε­ρι­βάλ­λον­τος, κα­θώς και στην α­σα­φή α­νη­συ­χί­α, που σχε­τί­ζε­ται με ό,τι ο­νο­μά­ζου­με κρί­ση ταυ­τό­τη­τας.
Η έλ­λει­ψη μυ­στι­κής σύν­δε­σης με τον χώ­ρο και το πα­ρελ­θόν, εί­ναι, βέ­βαι­α, έ­να ση­μαν­τι­κό με­τα­φυ­σι­κό πρό­βλη­μα, που συ­ναν­τά­ται σε πολ­λούς λα­ούς στα χρό­νια μας. "Η έλ­λει­ψη πα­τρί­δας γί­νε­ται έ­να παγ­κό­σμιο πε­πρω­μέ­νο".
Στά­θη­κε α­δύ­να­το να δι­α­πι­στώ­σω ε­πι­βί­ω­ση της μνή­μης της ελ­λη­νι­κής πα­ρου­σί­ας στην πό­λη της Ραι­δε­στού σε ό­σους ρώ­τη­σα η κου­βέν­τια­σα. Η σύγ­χυ­ση και η α­κύ­ρω­ση της ι­στο­ρι­κής δι­ά­στα­σης εί­ναι πλή­ρεις. Το πα­ρελ­θόν δεν υ­πάρ­χει. Αρ­κε­τοί α­πό ό­σους κου­βέν­τια­σα με ρώ­τη­σαν : "Για­τί φύ­γαν οι δι­κοί σου α­π’ ε­δώ;"



ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΩΣΤΑ ΜΠΑΛΑΣΚΑ


ΑΠΟ ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΖΩ τον Δ. Μαυρίδη – και τον γνωρίζω από τα εφηβικά χρόνια –, θαύμαζα το εύρος των ενδιαφερόντων του και την άνεση με την οποία τα υπηρετούσε. Μπορούσε π.χ. να δί­νει μια διάλεξη για τον Καντ ή για τον Έγελο και την επομένη να δίνει εξετάσεις στο Πολυτεχνείο στη Μηχανική. Αργότερα, τον έβλεπα με την ίδια άνεση να συνδυάζει μια άκρως επιτυχημένη επιχειρησιακή δραστηριότητα στην εταιρεία του, τη «Βιομηχανική Τεχνολογία», με τη συγγραφή βιβλίων για τα «Υδραυλικά Συστή­ματα» και με τη μελέτη φιλοσοφικών και ιστορικών συγγραμμά­των. Στο σπίτι του ο δικός του χώρος είναι εργαστήριο ενός ερευνητή, μελετητή, συλλέκτη, συγγραφέα.
Καθόλου δεν με επέπληξε λοιπόν, όταν άρχισε να ασχολείται συστηματικά με το ΠΑΚΕΘΡΑ στην Ξάνθη και να πρωτοστατεί στις δραστηριότητες και στις εκδόσεις του, ή όταν μου έδειξε το νέο βιβλίο που ετοίμαζε: «Από την Κωνσταντινούπολη στη Ραιδεστό». Ήξερα ότι τα τελευταία χρόνια στον ελεύθερο χρόνο του: «πιο συ­χνά με βρίσκεις στην Κωνσταντινούπολη παρά στην Αθήνα», μου έλεγε.
Πρόσφυγας δεύτερης γενιάς από τη Ραιδεστό, μεγαλωμένος στην Ξάνθη, είχε αρχίσει να σκάβει τις ρίζες του. Οι αφηγήσεις του πατέρα, του θείου, της θείας γύρω στο 1950, όταν οι μνήμες ήταν ακόμα νωπές και οι άνθρωποι ζούσαν και περιέφεραν τις εμπειρίες του, είχαν σημαδέψει την ψυχή του παιδιού και είχαν συγκροτήσει το μύθο της χαμένης πατρίδας. Όταν όμως είσαι παιδί, δεν τα κα­ταλαβαίνεις όλα ούτε μπορείς να τα εκτιμήσεις σωστά. Όταν μεγαλώσεις και θέλεις να ρωτήσεις, δεν υπάρχουν πια δυστυχώς οι άμεσες πηγές της πληροφόρησης. Τότε καταφεύγεις στη βιβλιο­γραφία, στη συλλογή υλικού και τελικά στην επιτόπια έρευνα, στην αυτοψία για να βρεις ό,τι απόμεινε και να δώσεις την ερμη­νεία σου συνδέοντας τη σύγχρονη πραγματικότητα με το βιωμένο μύθο, και αναβιώνοντας. Αρχίζεις με την επιθυμία να σώσεις από τη λήθη. Ο Μαυρίδης άρχισε τη συλλογή φωτογραφιών και ντο­κουμέντων. Με το συλλεκτικό πάθος που τον διακρίνει, ανακά­λυψε, ψάχνοντας στα παλαιοπωλεία της Αθήνας και της Κωνσταντινούπολης, σπάνιες και ενίοτε μοναδικές φωτογραφίες, επιστολικά δελτάρια, χάρτες και άλλα στοιχεία της περιοχής και της εποχής, πλουτίζοντας παράλληλα τη βιβλιοθήκη του με όλη τη σχετική ελληνική και ξένη βιβλιογραφία.
Ύστερα έρχεται το ταξίδι, ένα ταξίδι νόστος και νέκυια, που μαζί με την αναβίωση κινεί τον προβληματισμό και το στοχασμό. Γεννιέται έτσι η ιδέα της συγγραφής ενός οδοιπορικού, που να συ­νοδεύεται από το συγκεντρωμένο ήδη εικαστικό υλικό και να ακουμπήσει στο έτοιμο συναισθηματικό υπόβαθρο. Συγχρόνως, όμως, αρχίζουν να ξεπηδούν οντολογικά ερωτήματα για το νέο ελ­ληνισμό και υπαρξιακά ερωτήματα του ίδιου του συγγραφέα: ποιος είμαι; γιατί κάνω αυτό το ταξίδι; Όχι βέβαια για τουρισμό, αυτό είναι σίγουρο, τι δουλειά έχει εδώ ο τουρισμός. Είναι ταξίδι ψυχής (όχι αναψυχής), ταξίδι αναβίωσης, ταξίδι αυτογνωσίας, αναζήτησης της προσωπικής και της νεοελληνικής ταυτότητας.
Το βιβλίο αρχίζει να μπαίνει σε μεγάλα βάθη, η περιγραφή «πυκνώνει» καθώς τα πράγματα γίνονται σύνθετα, η πραγματικό­τητα αναδύεται ως μωσαϊκό και ως παλίμψηστο. Ο τόπος δεν είναι απλώς η γενέθλια γη των προγόνων, δεν είναι η χαμένη πατρίδα και το σπίτι του παππού στα «Μνηματάκια» της Ραιδεστού πού, αναλλοίωτο έκτοτε, το κατοικούν τούρκικες οικογένειες. Ο τόπος γίνεται γεωμετρικός τόπος με πολλά σημεία, που έχουν κοινές ιδιότητες αλλά και πολλές αντιφάσεις. Ο στοχασμός ανοίγει πανιά, ψηλαφεί τα επίπεδα της πραγματικότητας, ανιχνεύει τη στρωμα­τογραφία της.
Το 1922 είναι μια μεγάλη τομή, τόσο για την Ελλάδα (που εγ­γράφεται ως «καταστροφή») όσο και για την Τουρκία (που εγ­γράφεται ως «απελευθέρωση»). Τίποτε πια δεν θα είναι όπως πριν. Η κρίση ταυτότητας θα σημαδέψει και τις δυο χώρες, που θα πρέπει, ωστόσο, εκούσες - άκουσες, να συνυπάρξουν και να συμπορευτούν. Πως όμως; Τα προβλήματα είναι πολλά και ποι­κίλα: εμείς, «μικρή χώρα με μεγάλες ιδέες», εμπεδώνουμε το δυτικό δρόμο μας, το έστω μοναχικό και με το βίωμα της Ανατολής ακοίμητο. Αυτοί, χώρα μεγάλη, πολυεθνική και πολυπληθής, που προσπαθεί, ως κράτος, να γεφυρώσει τις τρομερές αντινομίες της, με το μυθικό γκρίζο λύκο να την οδηγεί δυτικά στην Κωνσταντι­νούπολη και στα παράλια της Μικρασίας, που τότε είμασταν εμείς. Πιο δυτικά σήμερα, είμαστε πάλι εμείς. Αίσθημα απειλής; Για τον Μαυρίδη ναι. «Κινείται γαρ η έχθρα τω πλήθει και τα έθνη μάχεται καθ’ ημών˙ και τις ο βοηθήσων ημίν;» Μήπως αυτή η μεγάλη χο­άνη που λέγεται Ευρωπαϊκή Ένωση; Το 1922 δεν επιτρέπει αυτα­πάτες. Μόνοι μας θα πρέπει να βοηθήσουμε τους εαυτούς μας.
Με τέτοια και άλλα συναφή ερωτήματα αναβράζοντα, το βι­βλίο κατέληξε τρίπτυχο: Το πρώτο μέρος (το κυρίως βιβλίο) είναι το «οδοιπορικό» με πολλές στάσεις και στροφές, που απλώνεται σε τέσσερα κεφάλαια: γύρω από την Κωνσταντινούπολη και στα θρακικά παράλια της Προποντίδας, στη Ραιδεστό (τη χαμένη πα­τρίδα) στο Ιερό Όρος και στα Γανόχωρα. Οι πληροφορίες, πλού­σιες και συνοπτικές, παραπέμπουν με σημειώσεις στο δύο Παραρτήματα που ακολουθούν. Το πρώτο Παράρτημα περιλαμ­βάνει 48 φωτογραφίες σχολιασμένες αναλυτικά – όχι με απλές λε­ζάντες. Εδώ, εικόνα και λόγος μαζί, βοηθούν την καλύτερη κατανόηση γι’ αυτό που ήταν και που εξακολουθεί να σημαίνει. Στο 2ο Παράρτημα ο συγγραφέας προεκτείνει την εμπειρία του σε θεωρία με στοχαστικές «σημειώσεις» πάνω στα ζητήματα που προαναφέραμε και σε άλλα πολλά. Ζητήματα θεωρητικά, που αναπτύσσονται αυτοτελή, που είναι φαινομενικά ετερόκλητα, αλλά όλα μαζί συγκλίνουν προς ένα κέντρο: την ανίχνευση και ανεύρεση της σημασίας, της ερμηνείας, της ένταξης των καθ΄ έκα­στον στο καθόλου, κατ’ Αριστοτέλη, δηλαδή των επιμέρους στο γενικό πλαίσιο που τα συνέχει, ως προβλήματα πάντως και όχι ως λύσεις, και πάντα σε μια ελληνοκεντρική οπτική, που δεν έχει κα­μιά σχέση με εθνικισμούς και που τη χρωματίζει μόνο η έγνοια και ο καϋμός της Ρωμιοσύνης ως οντολογικό - υπαρξιακό βίωμα, που κινεί έναν ευρύτερο γεωπολιτικό στοχασμό και μπορεί να μας βοηθήσει να σταθμίσουμε τη ζωή μας: «οιάκισμα προς στάθμην βίου». Το περιγραφικά αφηγηματικό οδοιπορικό (1ο) εποπτικο­ποιείται και αναλύεται με το εικαστικό (2ο) και τέλος ανάγεται με το στοχασμό σε γενικότερο θεωρητικό πλαίσιο (3ο). Έτσι η Ραιδε­στός του Μαυρίδη γίνεται, mutatis mutandis, κάτι ανάλογο με το Μεσολόγγι των Ελεύθερων Πολιορκημένων του Σολωμού.
Το τρίπτυχο βιβλίο συμπληρώνεται με χρονολογικό πίνακα των κυριότερων γεγονότων που σημάδεψαν την περιοχή από τη νεολιθική περίοδο ως τα πρόσφατα χρόνια της εγκατάστασης στην Κωνσταντινούπολη και στα θρακικά παράλια όλο και περισσότε­ρου πληθυσμού από τα βάθη της Ασίας. Για την Κωνσταντινού­πολη, την κοσμόπολη των 16 πια εκατομμυρίων κατοίκων, ο συγγραφέας αποτελεί το φαινόμενο «τρίτη άλωση» που συνεπάγε­ται το οριστικό τέλος.
Συμπληρώνεται επίσης το βιβλίο με πηγές, αναφορές και σχό­λια, με γλωσσάρι που εξηγεί τους χρησιμοποιούμενους όρους, με πλούσια και διαβασμένη βιβλιογραφία γενική και θεματική, τέλος με ευρετήριο αναφερόμενων ονομάτων και θεμάτων.
Το όλο έργο είναι προσωπικό και οι ερμηνείες, οι θέσεις, οι απόψεις είναι, φυσικά, υποκειμενικές. Ο επαρκής αναγνώστης μπορεί άλλοτε να συμφωνεί και άλλοτε να διαφωνεί, αλλά σε κα­μιά περίπτωση δε μπορεί να αμφισβητήσει την εγκυρότητα των στοιχείων, το εύρος και το βάθος της θεώρησης, τη δύναμη του στοχασμού και την πρωτοτυπία της σύνθεσης.

Ευχαριστώ




ΔΥΤΙΚΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
(Αποσπάσματα από τις σελ. 190-194)

ΟΣΟΙ ΠΙΣΤΕΥΟΥΝ ΟΤΙ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ είμαστε το ίδιο με τους δυτικούς ευρωπαίους δεν εχουν παρά να ρίξουν μια μάτια στους γοτθικούς ναούς της καθολικής και της προτεσταντικής Ευρώπης. Εκεί, είναι χαρακτηριστική η λατρεία του άπειρου, του άπιαστου, του άμετρου, του υπερβολικού.
Εμείς το Ελληνικό δεν έχουμε σχέση με τις αινιγματικές αγωνίες της ευρω­παϊκής ψυχής. Για μας η λατρεία προς το άπιαστο είναι άγνωστη. Δύσκολα οι Έλληνες θα συμφωνήσουμε με τον αφορισμό του Νοβάλις : "Τίποτε δεν είναι πε­ρισσότερο προσιτό στο πνεύμα από το άπειρο".
Η λατρεία του ασύλληπτου και η αγωνία της ψυχής της Δυτικής Ευρώπης εμφανίζονται εναργώς στη νέα διάσταση της αντίληψης για τον χρόνο που εισά­γουν οι δυτικοί ευρωπαϊκοί λαοί. Η μέτρηση της ροής του χρόνου επιβάλλεται από τους Γερμανούς με την εφεύρεση του μηχανικού ρολογιού, δηλαδή με την εισβολή στον ανθρωπινο βίο της αμείλικτης, αέναης και αδιάφορης κίνησης των οδοντωτών τροχών. Έκτοτε, τα ρολόγια στους αμέτρητους πύργους και τα κα­μπαναριά της Δυτικής Ευρώπης, κατακερματίζουν μόνιμα τον χρόνο και επιβάλ­λουν μια διαχείριση του που είναι αδιανόητη στη στατική Ανατολή.
Αλλά και η καλλιτεχνική μας πραγματικότητα είναι όλως διάφορη αυτής των Δυτικών Ευρωπαίων.
Στις ελληνικές εικαστικές παραδόσεις το φως αναλαμβάνει ένα ρόλο ουσιω­δώς διαφορετικό από τον αισθητικό και ψυχολογικό ρόλο, που χαρακτηρίζει την παρουσία του στη δυτική ζωγραφική παράδοση. Πρόκειται για διαφορετικές πο­λιτισμικές παραδόσεις. Στην ελληνική ζωγραφική παράδοση το φως έχει οντολο­γική υπόσταση και κατακυρώνει τη μεταφυσική σπουδαιότητα της θέασης. Στη βυζαντινή ζωγραφική δεν υπάρχει ο φυσιοκρατικός χαρακτήρας της σκιάς και του Φώτος, που διακρίνουμε στη ζωγραφική της Δύσης. Αλλά και η κυριαρχία του άπειρου στην προοπτική και η συμμόρφωση με τους νόμους της φυσικής οπτικής, που χαρακτηρίζουν τη δυτική εικαστική παράδοση, δεν υπάρχουν στην ελληνική και στη βυζαντινή εικαστική αντίληψη. Έτσι, ενώ στη δυτική ζωγραφική εικονί­ζονται τα πράγματα φαινομενοκρατικά, στη βυζαντινή ζωγραφική καθορίζονται οντολογικά και εικονίζονται υπερβατικά. Αν, λοιπόν, συμφωνήσουμε στο ότι : "μέσα στο έργο τέχνης έχει τεθεί στην πράξη η αλήθεια των όντων", η ελληνική εικαστική παράδοση δημιουργεί την τέχνη κατ' εξοχήν.
Όσο για τη γλώσσα της δυτικοευρωπαϊκής ψυχής, τη Μεγάλη Μουσική, που θαμπώνει "στο δυνατό και ακτινοβόλο πέταγμα της από τον Μπαχ ως τον Μπετό­βεν, κι' από τον Μπετόβεν ως τον Βάγκνερ", Εμείς δεν διαθέτουμε τίποτε παρό­μοιο, πλην κάτι απολύτως διαφορετικό : τη μουσική της μέθεξης και της συμμετοχής, τη μουσική όπου τα μυστήρια του κόσμου αγγίζουν λυτρωτικά και συλλογικά και όχι μέσα στην απομόνωση και την αγωνία του αστικοποιημένου ατόμου της αίθουσας συναυλιών.
Η εμφάνιση της Μεγάλης Μουσικής στη δυτική Ευρώπη είναι μοναδικό φαινόμενο και εκφράζει άμεσα και με εξαιρετική βαθύτητα τη δυτική ευρωπαϊκή ψυχή και τον αντιφατικό χαρακτήρα της, που συγκεκριμενοποιείται με τη ρομα­ντική τάση προς το άπειρο και την ορθολογική δράση. Η Μεγάλη Μουσική της Δυτικής Ευρώπης τείνει παντα και μόνιμα προς το άπειρο και είναι ανυπέρβλητη σε ύφος. Είναι ενδιαφέρον το ότι η Μεγάλη Μουσική φθάνει στο απόγειο της κατακυρώνει τον ορθολογικό 18° αιώνα, πράγμα που χαρακτηρίζει τις αξεπέρα­στες αντιφάσεις της ευρωπαϊκής ψυχής.
Στη μουσική φαίνεται καθαρά η κρίσιμη και θεμελιώδης διάφορα ανάμεσα στον Ελληνικό και στον Δυτικό Ευρωπαϊκό πολιτισμό. δηλαδή, η διάφορα ανά­μεσα στην ασίγαστη ανησυχία και το ανικανοποίητο της Δυτικής Ευρώπης και στη συγκεκριμένη αρμονία και την ισορροπημένη ευαισθησία ενός ήθους που είναι κατ' εξοχήν ελληνικό και που εκφράζεται μέσα από μια εκλεπτυσμένη γλώσσα, καθώς και με τις ελάχιστες υποδιαιρέσεις της ελληνικής μουσικής κλίμα­κας.
Αλλά, και τα ουσιαστικά ζητήματα της γνώσης της αλήθειας και της θρη­σκευτικής πίστης, το Ελληνικό ως κλασική αρχαιότητα, Ρωμανία η Νέος Ελληνι­σμός, τα προσεγγίζει θεμελιωδώς διαφορετικά από τη δυτική Ευρώπη. Για τους Δυτικούς η διάνοια και η λογική εξαντλούν το Είναι. Ακόμη και ο Θεός προσεγγί­ζεται με τη λογική, που αυτή η ίδια επιτρέπει το να γίνει κατανοητός. Σε πλήρη και ριζική αντίθεση, η ελληνική διανόηση και θεολογία, εν πομπή και παρατάξει, αρνούνται στη λογική τέτοια απόλυτη δυνατότητα. Για τους Έλληνες, η γνώση και η αλήθεια υπάρχουν στην εμπειρία και το βίωμα. Είναι πράγματα πνευματικά στην ουσία τους μεταφερμένα σε ζώσα ιστορική μορφή και καθημερινή πρακτική.
Ακόμη, χαρακτηριστική είναι και η προσήλωση της ελληνικής σκέψης σε στατικές μορφές του Είναι, το οποίο προσεγγίζεται με την θέαση. Στη δυτική σκέψη εκείνο που προέχει είναι ο δυναμισμός του γίγνεσθαι, με τον οποίο ο κόσμος βρίσκεται σε μόνιμη κίνηση και εξέλιξη σε γραμμική πορεία.




ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΑΠΟ ΤΟΝ Δ. ΜΑΥΡΙΔΗ
ΓΙΑ ΤΑ ΘΕΜΑΤΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ


Κυρίες και κύριοι,

ΘΑ ΕΙΜΑΙ ΣΥΝΤΟΜΟΣ. Θα προσπαθήσω να δώσω, με απλά λόγια, μία αντίληψη του τι αφορά, τέλος πάντων, αυτό το βιβλίο.
Το βιβλίο που παρουσιάζουμε έχει ως αφορμή ταξίδια στην Ανατολική Θράκη, στη βόρεια ακτή της Προποντίδας, αμέσως έξω από την Κωνσταντινούπολη και προς δυτικά κατά μήκος της ακτής, μέχρι την περιφέρεια της Ραιδεστού, με το παρά τη θάλασ­σα Ιερό Όρος και τα 27 χωριά που αποτελούσαν τα Γανόχωρα. Η περιοχή αυτή δεν έχασε μέχρι πρόσφατα την ελληνικότητά της. Ήταν, μάλιστα, μία από τις εστίες συγκέντρωσης των Ανατολικών Ελλήνων.
Τους πρώτους τρομερούς αιώνες μετά την τουρκική κατά­κτηση ακολούθησε η ανασύνταξη των ελληνικών πληθυσμών. Με τις οθωμανικές μεταρρυθμίσεις, οι Ρωμηοί, υπήκοοι δεύτερης κα­τηγορίας, ανέρχονται και μετέχουν στη νεοπαγή αστική τάξη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Ως αποτέλεσμα, οι ελληνικές κοινότητες συνιστούν σημαντικό τμήμα του πληθυσμού της Αυτοκρατορίας και δημιουργούν μια πραγματικότητα στην οποία, είναι μεν πολιτικά υποταγμένες, γί­νονται, όμως, οικονομικά κυρίαρχες και κοινωνικά και πολιτιστικά ανεξάρτητες.
Θεωρούμε την κοινωνική, οικονομική και δημογραφική άνοδο των Ρωμηών κατά τον 19ο αιώνα ως μία περίοδο ακμής του Ελλη­νισμού γενικότερα. Είναι ενδιαφέρον και επίκαιρο το ότι οι Ανατο­λικοί Έλληνες διατηρούν, παρά τον επιτυχή εκσυγχρονισμό τους, τις ιδιαιτερότητές τους.
Η ασύλληπτης έκτασης, τρομερή Μικρασιατική Καταστροφή και η δραματική εγκατάλειψη της Ανατολικής Θράκης, υποχρέωσε τους Ρωμηούς να φύγουν για πάντα από τούς χώρους της Ανατολής. Ο Ανατολικός Ελληνισμός υφίσταται τρομακτική φθο­ρά. Οι εστίες του και τα μνημεία του χάνονται. Οι θεσμοί του, ο πλούτος του και τα επιτεύγματά του καταστρέφονται. Η κατα­στροφή δεν αφορά μόνο τους Ρωμαίικους πληθυσμούς, αλλά και το πολιτισμικό υπόβαθρο, το οποίο είναι πολύ δύσκολο να ανα­πληρωθεί.
Η ιδέα του κρατικοποιημένου έθνους, που δρομολόγησε ο ευ­ρωπαϊκός Διαφωτισμός, λαμβάνει στην Ανατολή απόλυτες μορ­φές˙ με κατάληξη τις εθνικές εκκαθαρίσεις στα Βαλκάνια και την εξαφάνιση όλων των χριστιανικών μειονοτήτων στη Μικρά Ασία.
Η Μικρασιατική Καταστροφή, η οποία ακόμη συνεχίζεται με διάφορες μορφές, αποτελεί, κατά τη γνώμη μας, κεντρικό γεγονός της ιστορίας του Νέου Ελληνισμού. Οι Έλληνες, μετά από οδυνη­ρές διαδικασίες, βρίσκονται πια συγκεντρωμένοι στην ευρωπαϊκή τους εστία. Αυτό είναι ιστορικά πρωτοφανές. Οι Έλληνες δημιουρ­γούν το εθνικό τους κράτος στο ιστορικό τους κέντρο, το οποίο όμως παρέμεινε περιφερειακή περιοχή για πολλούς αιώνες. Το κέντρο βάρους του Ελληνισμού μετατίθεται πάλι προς τη νότιο Βαλκανική. Μετά το γεγονός αυτό ο Νέος Ελληνισμός είναι κάτι διαφορετικό, ενώ εντείνεται η διαχρονική κρίση ταυτότητας που τον χαρακτηρίζει.

Σήμερα, τα ταξίδια των Ελλήνων στη χαμένη γι' αυτούς Ανα­τολή σημαίνουν την αναζήτηση του οικείου, την επιβεβαίωση του τι οι ίδιοι είναι. Οι διηγήσεις που άκουγα μικρός ήταν η αρχή αυ­τού του ταξιδιού και των ερωτημάτων που το συνόδευσαν. Τι ση­μαίνει, λοιπόν, ένα τέτοιο ταξίδι; Γίνεται σε ένα τόπο στον οποίο δεν έχω βιώσει, πλην αντιλαμβάνομαι ως οικείο.
Μετά από περιπλανήσεις και αναζητήσεις σχημάτισα τη μορφή μιας περασμένης πια πραγματικότητας, που τα ίχνη της σε λίγα χρόνια δεν θα υπάρχουν. Δεν είναι μόνο ο χρόνος που μετα­τρέπει τα απομεινάρια σε σκόνη. Τα εκατομμύρια των νεήλυδων από την Ανατολή κατακυριεύουν τον χώρο και δημιουργούν μία νέα πραγματικότητα. Δεν βρισκόμαστε αντιμέτωποι μόνο με τον χρόνο, αλλά και με τη θύελα μιάς πολιτισμικής αλλοτρίωσης. Έτσι, γεννιέται η ανάγκη για την καταγραφή της εμπειρίας του ταξιδιού.

Εδώ, όμως, δεν περιγράφω μόνο ένα τόπο, μία πολύτιμη, πλην παρωχημένη πραγματικότητα, αλλά ζητώ να κατανοήσω και να ερμηνεύσω. Υπάρχουν μόνο ερμηνείες και οι ερμηνείες αυτές μας καθορίζουν. Δεν μου ταιριάζουν οι θρηνωδίες για τις χαμένες πατρίδες και ούτε με παρηγορούν τα ωραία λόγια. Η παράδοση αφορά το παρόν και δίνει νόημα στο μέλλον. Γοητεύομαι από το ιστορικό περιβάλλον, αλλά εκείνο που με απασχολεί είναι η πα­ρούσα κατάσταση.
Μέσα από τις εμπειρίες του ταξιδιού, την έρευνα στις παλιές φωτογραφίες και την καταγραφή των μνημείων και των λειψάνων, αναδεικνύονται σύμβολα και πραγματικότητες με ιδιαίτερες ση­μασίες. Η Κωνσταντινούπολη κατανοείται ως μία εστία της επιβε­βαίωσης των Ελλήνων. Η πολιτισμική ιδιαιτερότητα αναδεικνύεται ως το υπόβαθρο της ελληνικής ζωής. Η ασήμαντη και ξεχασμένη Ραιδεστός φαίνεται τώρα να γίνεται ένα σύμβολο των ελληνικών κοινοτήτων, ένα φαινόμενο με οικουμενικές σημασίες. Ο ελληνικός χώρος ορίζεται πολιτισμικά και δεν βρίσκεται ούτε σε Ανατολή, ούτε σε Δύση.
Ταξιδεύοντας στην Τουρκία, διαπίστωσα ότι το μέτρο του πόσο σημαντική είναι μία χώρα βρίσκεται στη θέση που αυτή κα­τέχει στη φαντασία μας. Η ταυτότητα, ως προσωπική πιστοποί­ηση, συνειδητοποιείται μετά την αντίληψη αυτού που είναι αντίθετο. Αυτά, μπορούν ίσως να εξηγήσουν το φαινομενικά πα­ράδοξο γεγονός, του ότι το ερώτημα για τη νεοελληνική ταυτότητα τίθεται σε ένα ταξίδι έξω από τα ελληνικά σύνορα και σε χώρους, όπου δεν κατοικούν πλέον Έλληνες.

Αλλά και πέρα από τις "πυκνές περιγραφές", η ανάλυση της σύγχρονης πραγματικότητας, σε αντιπαράθεση προς την ιστορική πραγματικότητα, που περιγράφεται στο βιβλίο, μας δίνει το μέγε­θος του πόσο δεινή είναι σήμερα η θέση μας.
Ίσως οι δρόμοι για την αντιμετώπιση των μεγάλων προβλημά­των, που σήμερα αντιμετωπίζουμε, να ξεκινούν μέσα από τη δια­τύπωση των ίδιων των προβλημάτων. Μάλλον αυτό προσπάθησα ασυναίσθητα να κάνω για μένα με το βιβλίο αυτό. Είμαι αισιόδο­ξος, όχι μόνο γιατί δεν μπορούμε και δεν πρέπει να κάνουμε αλ­λιώς, αλλά και γιατί με την ελπίδα και μέσα από την ψηλάφηση αυτού που μας συνιστά και μας συγκροτεί ξεχύνεται το "ανέλπι­στον".

Θέλω τώρα να πω κάτι για την πραγματοποίηση του βιβλίου: Αντιλαμβάνομαι το βιβλίο ως ένα περίπλοκο σύμβολο και ένα αντικείμενο με αυτοδύναμη υπόσταση. Αυτό σημαίνει ότι ένα βι­βλίο, πέρα από το κείμενο, πρέπει να υπάρχει και αισθητικά. Το βιβλίο μας τυπώθηκε στην Ξάνθη σε συμφωνία με το αίτημα της ανάδειξης των τοπικών δυνατοτήτων. Πιστεύω ότι, μαζί με τον νε­αρό τυπογράφο Μιχάλη Πασχίδη, δώσαμε ένα παράδειγμα προς συνέχιση. Είμαι ικανοποιημένος και τολμώ να πω και υπερήφανος, γιατί αυτό έγινε χωρίς προηγούμενη πείρα και μέσα σε ένα περι­βάλλον χωρίς τυπογραφική παράδοση.

Τέλος, με αφορμή τη συμμετοχή των Ξανθιωτών στη σημερινή εκδήλωση, θέλω να επισημάνω ότι κάτι από αυτά που αναδύονται μέσα από το βιβλίο, είναι η σπουδαιότητα της τοπικότητας. Αυτό έχει σημασία, γιατί, σε πείσμα των καιρών, η πόλη της Ξάνθης επιβιώνει ως τόπος και το ΠΑΚΕΘΡΑ προσπαθεί ως έπαλξη τοπικό­τητας. Τόπος και τοπικότητα, ελάχιστα, περιφερειακά και άγνω­στα, αλλά που στέκονται και που υπάρχουν.

Κυρίες και κύριοι σας ευχαριστώ.


ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΑΠΟΛΟΓΙΑ
(Απόσπασμα από τις σελ. 235-239)

ΣΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ του ταξιδιού μου και την αποτύπωση του, βρέθηκα μπροστά σε μεγάλες προκλήσεις: στα προβλήματα της αυτογνωσίας, της παράδοσης και της ταυτότητας. Έτσι, κάνοντας ένα ταξίδι στον χώρο, κατέληξα σε ένα σύνθετο βι­βλίο και σε μια πνευματική περιπλάνηση. Εδώ, μάλιστα, συνυπάρχουν δυο βιβλία, με το δεύτερο βιβλίο να ξεπηδά μέσα από το πρώτο περιγραφικό βιβλίο καθώς αυτό γραφόταν. Σίγουρα κάτι τέτοιο δεν είναι συνηθισμένο. Με παρηγορεί η πε­ποίθηση ότι δίνεται Έτσι εδώ κάποια αφορμή για να συνειδητοποιηθούν ελάχιστα από αυτά, τα οποία σήμερα φαίνεται να απασχολούν όλους τους Έλληνες.
Όλα αυτά, λοιπόν, είναι άκρως υποκειμενικά. Κάθε τι το πολιτισμικά ιδιαί­τερο βιώνεται υποκειμενικά. Δεν είναι δυνατό να γίνει αλλιώς. Τέτοια θέματα συνηθίζεται σήμερα να μελετώνται από τις θεωρητικές επιστήμες. Ωστόσο, δεν είναι δυνατό να υπάρξει επιστημονική αντικειμενικότητα στα θέματα αυτά, αφού είναι αδύνατη η αντικειμενικότητα του μελετητή, η του παρατηρητή και αφού δεν υπάρχει αντικειμενική πολιτισμική αλήθεια. Αλλά και κάθε γνώση, που αφορά παρεμφερή ζητήματα, έχει κάποιο φανερό ή αφανές συναισθηματικό υπόβαθρο. Πρόκειται εδώ για το υποκείμενο, που η "αντικειμενική" επιστήμη δεν μπορεί να μελετήσει, χωρίς να αντικειμενοποιήσει.
Ο προσεκτικός αναγνώστης ίσως ενοχλήθηκε από τις αντιφάσεις που δια­κρίνονται σε μερικές από τις πολλές αναλύσεις, που επιχειρούνται στο βιβλίο αυτό. Γιατί είναι αποδεκτός ο ελληνικός εκσυγχρονισμός, αφού συνεπάγεται αλ­λοτριωτικά φαινόμενα; Τι είδους σχέση έχουμε με τους Τούρκους και τι είναι οι Τούρκοι, οι οποίοι περιγράφονται και αρνητικά και θετικά; Ποια θα είναι η σχέση μας με τους πολιτισμικά αμφιθαλείς με εμάς Δυτικούς, προς τους οποίους απευ­θύνονται τόσες κατηγορίες, ενώ, συγχρόνως, θεωρείται δεδομένος και αναπό­φευκτος ο συνεταιρισμός μαζί τους; Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά ίσως είναι ότι οι αντιφάσεις αποτελούν εγγενές στοιχείο της πραγματικότητας, η οποία παν­τα περιέχει μια τραγικότητα. Η ορθολογική σκέψη αγνοεί την εγγενή τραγικό­τητα των ανθρώπινων καταστάσεων και οδηγεί σε μανιχαϊσμούς, όπως οι απόλυτες στάσεις των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, της πολιτικής και των ιδεο­λογιών. Αλλά και η ίδια η διαχρονική πραγματικότητα του Νέου Ελληνισμού χαρακτηρίζεται από αντιφάσεις. Η ιστορική ύπαρξη του Νέου Ελληνισμού συνοδεύεται από μια μόνιμη κατάσταση διχασμών, ενώ οι πολιτικές και κοινωνι­κές ηγεσίες βρίσκονται σχεδόν παντα, σε διάσταση με το λαϊκό φρόνημα.
Όσον αφορά στο γράψιμο του βιβλίου, με γοητεύει ο ελληνικός τρόπος της ανάγωγης, που μας επιτρέπει να φτάνουμε, από τα απλά φαινόμενα και τις τα­πεινές εμπειρίες, στα αληθινά αισθήματα και στα ουσιαστικά βιώματα. αυτό μας το διδάξαν άλλοι ομόγλωσσοι μας ασύγκριτα αξιότεροι από μένα. δεν ξέρω αν πέ­τυχα να ακολουθήσω τις διδαχές αυτές.
Η ανάγωγη από την εμπειρία στη θεωρία αποκαλύπτει τεράστιους χώρους προβλημάτων και ερωτημάτων, τα οποία δεν είναι δυνατό να αντιμετωπιστούν από ένα πρόσωπο. Γι' αυτό, παρά τη δυσπιστία μου για τους διανοούμενους και τις ιδεοληψίες που τους τυραννούν, κατέφυγα σε κείμενα, που ήδη σε ανύποπτο χρόνο είχα διαβάσει. Τέτοια κείμενα οδήγησαν σε έκθεση αντιλήψεων και σε σχόλια για ζητήματα όπως: η παγκόσμια κυριαρχία, η κρίση ταυτότητας, η σημα­σία της πατρίδας, ο αγιασμός της φύσης, η σημασία της κοσμόπολης, ο αστικός εφιάλτης, το ιδιόμορφο, το τραγικότητα και η μοναξιά των Ελλήνων, ο Ανατολι­κός Μείζων Ελληνισμός, η έννοια της επαναβίωσης, ο επιπολιτισμός, η νεοελλη­νική αλλοτρίωση και αρκετά άλλα. Τίποτα από αυτά, λοιπόν, δεν είναι πρωτότυπο, αν και τα περισσότερα σπάνια αναφέρονται. Είναι, όμως, επιτακτικά επίκαιρα, αφού μας βοηθούν να προσεγγίσουμε το καθολικό.
Έχουμε συνηθίσει στην κατάτμηση της πραγματικότητας και στη δημιουρ­γία στεγανών χωρών, οι οποίοι ανήκουν στις αυθεντίες και στις ειδικότητες. Ο κόσμος είναι πληρέστερα κατανοητός στο μέτρο που κατορθώνουμε να τον αντι­ληφθούμε ως σύνολο. Η αντίληψη της καθολικής θεώρησης για τα πράγματα έχει ένδοξη ιστορία, όπως εκδηλώνεται στην αγορά της ελληνικής πόλης και στις βιβλιοθήκες και τις σχολές του αρχαίου κόσμου. Ακόμη, εκείνο που με ικανοποιεί στα ταξίδια αυτά και στην ανάγκη για καταγραφή τους είναι η επιβεβαίωση του ότι τα μεγάλα προβλήματα των καιρών δεν προσεγγίζονται μέσα από την πληρο­φόρηση και την ιδεοκρατία, όπως κυριαρχούν και επιβάλλονται σήμερα, αλλά σε ένα υποκειμενικό προσωπικό χώρο της εμπειρίας, ο οποίος έχει διαμορφωθεί από άγνωστους συμμέτοχους της παράδοσης μας, μετά από διαδικασίες αιώνων.




ΚΛΕΙΣΙΜΟ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗΣ
ΑΠΟ ΤΟΝ ΝΙΚΟ ΚΕΛΕΡΜΕΝΟ


Κυρίες και κύριοι,

ΦΘΑΣΑΜΕ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΕΚΔΗΛΩΣΗΣ και σας ευχαριστώ για την ευγενική σας παρουσία.
Θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμότατα όλους τους συντελεστές της αποψινής εκδηλώσεως, να αναφερθώ ιδιαιτέρως στον καθη­γη­τή κύριο Μερακλή και τον φιλόλογο κύριο Μπαλάσκα για τις εξαι­ρετικά ενδιαφέρουσες ομιλίες τους, και να ευχαριστήσω εκ μέρους της ομάδας μας του ΠΑΚΕΘΡΑ την ανώνυμη εταιρεία "Βιομηχα­νική Τεχνολογία", που χρηματοδότησε αυτό το βιβλίο. Επί­σης θα ήταν μεγάλη παράλειψή μας να μην απευθύνουμε ένα θερ­μότατο ευχαριστώ στα μέλη, στους υποστηρικτές και τους χορηγούς του ΠΑΚΕΘΡΑ˙ χωρίς τη βοήθειά τους δεν θα είχαμε κά­νει σχεδόν τίποτα. Στα σχέδιά μας και στα προγράμματά μας περιλαμβά­νονται και άλλες εκδόσεις και άλλες παρουσιάσεις. Ελπίζουμε ότι και σε επόμενες εκδηλώσεις θα μας τιμήσετε με την παρουσία σας. Τέλος, θα ήθελα να σας πως ότι έξω μας περιμένει ένα δροσερό πο­τήρι αναψυκτικού, ένα ποτήρι κρασιού για να ολοκληρώσουμε έτσι την αποψινή μας εκδήλωση και με το "τερπνόν".

Σας ευχαριστώ όλους και πάλι θερμά.

  
ΤΕΛΟΣ